27.10.08

24/7


Όχι δεν το παίρνω στραβά.
Τίποτα δεν παίρνω στραβά.
Θέλω να αρχίσω να τα παίρνω στραβά. Θέλω να αρχίσω να θυμώνω, να εκνευρίζομαι. Θέλω να ζητάω το λόγο.
Θέλω το δίκιο μου ώρες ώρες. Να φωνάξω.
Ή καλύτερα ακόμα θα ήθελα να διαγράψω ανθρώπους, σχέσεις μικρές, σχέσεις μεγάλες, σχέσεις ετών, σχέσεις δυνατές, που ίσως δεν αξίζουν και όμως σε κάθε στραβοπάτημα λέω, μήπως να δώσω άλλη μια ευκαιρία...;
Και πάντα την δίνω, και πάντα μετανιώνω.
Θέλω να σταματήσω να προσπαθώ να ευχαριστήσω όλο τον κόσμο.
Ακομά και αυτούς που με αγαπάνε.
Χέστηκα για τα προβλήματα τα δικά σου, και τα δικά σου, και τα δικά σου.
Όταν έχω εγώ πρόβλημα, ποιός είναι εκεί;
Όχι ρε πούστη μου, δε δουλεύει 24/7 το μαγάζι, και ό,τι θυμάστε χαίρεστε όλοι σας.
Ό,τι χρειαστείς πάρε, ό,τι ώρα και να είναι.
Να μην πάρεις ποτέ.
Και δεν νομίζω ότι έχει να κάνει με θέμα ανταποδοτικότητας, ότι όταν με χρειαζόσουν ήμουν εκεί, άρα πρέπει αν είσαι και εσύ για μένα.
Όχι, σίγουρα όχι.
Έχει να κάνει με το ότι έχεις ΜΟΙΡΑΣΤΕΙ. Λίγα, πολλά, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι έχεις ΜΟΙΡΑΣΤΕΙ.
Νόμιζες όμως μαλάκα, ότι έχει σημάσια.
Σημασία τελικά έχει η πάρτη μου, η πάρτη σου, και μόνο.
Και χώνεψε το, χώνεψε το καλά, γιατί όσο καθυστερείς να χωνέψεις, τόσο θα στεναχωριέσαι, τόσο θα σου λένε μη το παίρνεις στραβά.
Τόσο θα σου λένε συγγνώμη αν σε πλήγωσα, δεν το έκανα από πρόθεση, τόσο, τόσο, τόσο....
Και από τι το έκανες ρε μαλάκα, από αφέλεια, από ανοήσια, από τι;
Και γιατί μόνο έγω δεν πρέπει να παίρνω στράβα τίποτα, να ακούω τις παπαριές του καθενός, γιατί, γιατί, γιατί...;
Γουστάρω που τα παίρνω στραβά όλα, δε γουστάρω που δε μπορώ να σας το πω κατάμουτρα.
Γιατί δεν έρχεσαι μαζί; Συγγνώμη κιόλας.
Ζεις; Γιατί ανησυχήσες και πήρες ένα τηλέφωνο να μου το πεις;
Γιατί δε πήρες ολόκληρο σαββατοκύριακο; Πάλι εγώ πρέπει να πάρω;
Και όταν παίρνω και δεν μπορείς, απλά δεν πρεπεί να το πάρω στραβά.... Sorry είχες κανονίσει, είχες δουλειά πολύ, έλειπες, ερχόσουν. Εγώ ήμουν στη θέση μου. Που χάθηκες εσύ; Που χάθηκες;
Θέλω να ουρλιάξω, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα το κάνω σε λάθος ανθρώπους.
Και δεν με νοιάζει το φονικό γαμοψάρι μπάλα, να μιλήσω θέλω, και θέλω να το κάνω τώρα, να σε δω τώρα, και δεν με νοιάζει που έχεις κανονίσει.
Θέλω να ουρλιάξω, και αν μπορώ να ματώσω τα πνευμόνια μου ουρλιάζοντας.

15.10.08

Τι είδα την Κυριακή

Πηγαίνοντας κανείς σε μια έκθεση ζωγραφικής, είναι αρκετά πιθανό να εντυπωσιαστεί από κάποια τα έργα, ή και από το σύνολο της δουλειάς του καλλιτέχνη, ειδικά αν πρόκειται για καλλιτέχνες του βεληνεκούς του Goya, ή του Tiziano.
Σε σχέση με την έκθεση των χαρακτικών του Goya, που φιλοξένει η Εθνική Πινακοθήκη μέχρι τις 20 Οκτωβρίου, αυτό που με εντυπωσίασε είναι το γεγονός ότι είναι κρίμα, ενώ το σύνολο των χαρακτικών που εκτίθενται, να ανήκει στην ιδιοκτησία της πινακοθήκης από το 1963, παρ’ όλα αυτά να μην εκτίθενται στην μόνιμη συλλογή της, και να πρέπει να γίνει αυτή η έκθεση, προκειμένου να τα δει ο κόσμος (πάντα στη διάρκεια του απελπιστικά περιορισμένου και δημοσιουπαλληλίστικου ωραρίου της.)


"No te escaparás"
του Francisco José de Goya y Lucientes
από την σειρά χαρακτικών "Los Caprichos"


Σε σχέση με την έκθεση του Tiziano, που φιλοξενείται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με εντυπωσίασε το γεγονός ότι πρόκειται για μια αρπαχτή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας (κλεμμένο σχόλιο από το βιβλίο επισκεπτών). Πέντε η έξι έργα του Tiziano, και τα υπόλοιπα από το σύνολο των 24 συνολικά είναι αντίγραφα έργων του από μαθητές του – κάποια δε και εις διπλούν. Είναι κρίμα τόσο σημαντικά και τόσο μεγάλα, από κάθε άποψη, έργα να στριμώχνονται στις υπερβολικά μικρές αίθουσες και ελλιπώς φωτισμένες αίθουσες του Μεγάρου Σταθάτου.


"Βάκχος και Αριάδνη"
του Tiziano Vecelli


Παράλληλα το μουσείο στην νέα πτέρυγα φιλοξένει, ενενήντα έργα από την περίφημη Συλλογή Κωστάκη(σε σύνολο 1275 έργων) του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (Θεσσαλονίκη) έως τις 20 Οκτωβρίου 2008. Πρόκειται για σημαντικά έργα (πίνακες, σχέδια, τρισδιάστατα αντικείμενα) αντιπροσωπευτικά όλων των ομάδων και κινημάτων της περιόδου της ρωσικής πρωτοπορίας (κατά τις δεκαετίες 1900 – 1930).
Η έκθεση (της οποίας ο σχεδιασμός και η επιμέλεια είναι πραγματικά υποδειγματική, προκειμένου να έρθει ο επισκέπτης σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη επαφή με μια άγνωστη για τον πολύ κόσμο πλευρά της τέχνης του 20ου αιώνα) περιλαμβάνει ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα της συλλογής, από καλλιτέχνες όπως οι Malevich, Popova, Tatlin, Rochenko, Nikritin, Lissitzky, Kliun κ.ά.


"Red Light"
του Ivan Kliun


Το πραγματικά εντυπωσιακό όμως είναι ότι στo πλαίσιο της έκθεσης, υπάρχει το πρόγραμμα «Αγγίζοντας την τέχνη» για άτομα με προβλήματα όρασης. 32 από τα έργα της έκθεσης, έχουν αποδοθεί απτικά και θα εκτίθενται παράλληλα με τα πρωτότυπα έργα των καλλιτεχνών.


Η Γέννα
απτικό αντίγραφο απο την έκθεση


Την ώρα που βρισκόμουν σ’αυτό το κομμάτι της έκθεσης και είχα εντυπωσιαστεί τόσο από την πρωτοβουλία, όσο και από την απόδοση των έργων, αλλά θεωρούσα ότι είναι κάτι ουτοπιστικό στην ουσία – που απλά γίνεται για να γίνει και να πούμε μπράβο στους φορείς-, είδα δίπλα μου μια μητέρα με ένα περίπου 15χρονο παιδί, με προβλήματα όρασης, να προσπαθεί με την βοήθεια του λεπτομερούς καταλόγου του μουσείου να το βοηθήσει να καταλάβει τι είναι αυτό που άγγιζε (αυτό που εγώ είχα την τύχη να βλέπω).
Το πώς αισθάνθηκα εκείνη την στιγμή δεν μπορώ να το περιγράψω – γιατί ήταν από τις πιο δυνατές, συγκινητικές, θαυμαστές, συγκλονιστικές στιγμές που έχω ζήσει- μια στιγμή που μάλλον δύσκολα θα ξεχάσω, μια στιγμή πολύ πιο εντυπωσιακή και δυνατή από όλα τα αισθήματα που μου δημιούργησαν όλοι οι πίνακες που είδα εκείνη την ημέρα.

12.9.08

Love within

Βασισμένο στην φωτογραφία του Spacie, Love within






Δεν θέλω να φύγεις απόψε.
Αφού το ξέρεις ότι δεν γίνεται.
Το ξέρω, αλλά δεν θέλω.
Θέλω το πρωί που θα ξυπνήσω να είσαι ακόμα δίπλα μου.
Κι εγώ θέλω, αλλά δεν γίνεται.
Δεν μου αρέσει να μένω μόνος μου.
[Έτσι όπως φεύγεις κάθε βράδυ, με κάνεις και αισθάνομαι σαν πουτάνα]
Μη, θα μου κάνεις σημάδι.
Αφού είσαι μόνο δικός μου.
Ναι, αλλά τότε γιατί δεν μένεις εδώ;
Θέλω ένα πρωί να ξυπνήσω και να μην έχεις φύγει.


10.9.08

Girl by the Port

Βασισμένο στην φωτογραφία του Spacie, Girl by the Port



5.30 το πρωί ξυπνητήρι.
Όχι ότι είχε κοιμηθεί καθόλου το προηγούμενο βράδυ.
Στις 7.00 έπρεπε να είναι στο λιμάνι. Το περίμενε πως και πως το ταξίδι αυτό. Ήταν τρία χρόνια που είχε να φύγει. Τρία χρόνια με αρρώστιες, με φοβίες, με χωρισμούς, με πληγές βαθιές, με θάνατο. Τρία χρόνια τόσο δύσκολα, που ακόμα και η ιδέα των διακοπών, της φαινόταν ακατόρθωτη. Δεν θα μπορούσε να ανεχτεί κανέναν, και να την ανεχτεί κανείς για πάνω από μερικές ώρες. Έτσι είχε κάνει τον εαυτό της να πιστεύει, και είχε καταφέρει σιγά σιγά να το περνά και στους γύρω της.
Όλοι την φόβιζαν. Και τα απομεινάρια των γνωριμιών του παρελθόντος, και όσοι την πλησίαζαν. Όλοι και όλα. Τρία χρόνια τώρα, αρπάζονταν από οποίον ήταν διατεθειμένος να την ακούσει έστω και για λίγο, να της δείξει λίγο ενδιαφέρον, και με το που αισθανόταν το παραμικρό δέσιμο, κατευθείαν γινόταν άφαντη. Δεν άφηνε τον εαυτό της να δεθεί, να δοθεί, να εμπιστευτεί. Δεν ήθελε να ξαναπονέσει. Δεν έπρεπε να ξαναπονέσει. Δεν άντεχε να ξαναπονέσει.
Μόνο το αλκοόλ εμπιστευόταν πια, τα χάπια της, και τις άσπρες γραμμές που και που. Ξέχναγε, άδειαζε. Της άρεσε αυτό το κενό. Κενό μνήμης, κενό συναισθημάτων, κενό αισθήσεων. Μισούσε τις ώρες που το κενό έφευγε και που καθάριζαν τα σύννεφα, γιατί τότε ήταν που έβλεπε τις πληγές, γιατί τότε ήταν που ένοιωθε πως χρειαζόταν έναν άνθρωπο.
Σε μια τέτοια στιγμή σκέφτηκε πως πρέπει να φύγει μακριά από όλα. Στην αρχή δεν πίστεψε ότι σκέφτηκε κάτι τέτοιο. Το επόμενο μεσημέρι, με το που ξύπνησε, ήταν πάλι η ιδία σκέψη καρφωμένη στο μυαλό της. Προσπάθησε να σκεφτεί άλλα πράγματα. Όμως εκεί. Το ταξίδι γύρναγε ξανά και ξανά.
Πού;
Όπου με βγάλει.
Μα δεν πρέπει, δεν έχει νόημα.
Έτσι κύλισαν μερικές μέρες που προσπαθούσε να το διώξει μακριά. Δεν τα τα κατάφερνε. Την τέταρτη μέρα, κατάφερε να κοιμηθεί χωρίς εφιάλτες, χωρίς να ξυπνήσει βουτηγμένη στον ιδρώτα, πρώτη φορά μετά από καιρό, είχε χαθεί σε ένα ύπνο χωρίς διακοπή, και χωρίς καν να έχει πιει σταγόνα, χωρίς να έχει πάρει ούτε ένα χάπι.
Ξύπνησε και αισθανόταν ήρεμη, το πρόσωπο της δεν ήταν σφιγμένο όπως άλλες φορές. Και το μυαλό της εκεί πάλι, στο ταξίδι. Αυτό ήταν. Το αποφάσισε, θα έφευγε την επόμενη, χωρίς προορισμό.
Για όπου, για όσο…
Στις 7.00 ήταν στο λιμάνι, και περίμενε το πρώτο πλοίο που θα ερχόταν, να μπει και να ξεκινήσει.
Για να γεμίσει…

6.9.08

Playing with matches (2)



Θέλω να ευχαριστήσω τον Spacie για την φωτογραφία που μου έστειλε χθες, σαν σχόλιο στην χθεσινή ανάρτηση.

5.9.08

Playing with matches

Χαζεύοντας σε διάφορα blogs τον τελευταίο καιρό ανακάλυψα τον Spacie, και τις φωτογραφίες του, εικόνες που σου μιλάνε από μόνες τους με την πρώτη ματιά, και διαβάζοντας ένα από τα σχόλια που του είχαν αφήσει, μου γεννήθηκε η ανάγκη κάποιες από αυτές τις εικόνες, να τις μετατρέψω σε λέξεις, στις λέξεις που άρχιζαν να σχηματίζονται μέσα στο μυαλό μου.

Η πρώτη από όλες που γέννησε την ανάγκη αυτή, ήταν το Playing with matches.



και να το αποτέλεσμα:

Αύγουστος, 13. Στην μια την νύχτα. Το σώμα της γυαλίζει από τον ιδρώτα, τα ρούχα της κολλάνε πάνω στο κορμί της. Γυρίζει το κλειδί στην πόρτα. Γκάζι - Εξάρχεια, μισή ώρα με τα πόδια. Το σπίτι εδώ και μήνες σχεδόν όπως την πρώτη βδομάδα που μετακόμισε. Κούτες, με άγνωστο περιεχόμενο. Μισοανοιγμένες βαλίτσες με ρούχα. Κι άλλα ρούχα και παπούτσια στο πάτωμα. Από το ταβάνι κρέμονται γυμνοί οι γλόμποι. Τασάκια γεμάτα και στοίβες από βιβλία.

Πατάει ένα διακόπτη. Τίποτα. Πάει στο υπνοδωμάτιο πατάει και εκεί τον διακόπτη. Πάλι τίποτα. Το έκοψαν οι πούστηδες σκέφτεται. Πάει στα τυφλά στη κουζίνα να βρει κάτι να πιει. Πιάνει ένα μπουκάλι. Το πρώτο που βρήκε μπροστά της. Βγάζει τον φελλό. Δοκιμάζει από το μπουκάλι. Μαυροδάφνη.

Σέρνεται ως την βεράντα. Το ίδιο χάος και κει, όπως και μέσα στο διαμέρισμα, όπως και στο μυαλό της. Ένα τραπέζι φορμάικα άσπρη, κληρονομιά του προηγούμενου ενοικιαστή, και δυο μισοδιαλλειμένες παράταιρες καρέκλες, δικές της αυτές. Κάθεται, στρίβει τσιγάρο. Ψάχνει στην τσέπη για σπίρτα. Θυμάται ότι της τέλειωσαν στον δρόμο για το σπίτι. Πίσω στην κουζίνα, βρίζοντας. Ψάχνει στα τυφλά πάλι. Βρίσκει ένα κουτί.

Ξανά στην βεράντα. Ανοίγει το κουτάκι, και βγάζει το πρώτο. Καμμένο. Καμμένο και το δεύτερο. Οκτώ καμμένα στη σειρά. Δεν απορεί που είναι καμμένα. Απορεί γιατί, χρόνια τώρα ξαναβάζει πάντα τα καμμένα σπίρτα πίσω στο κουτί τους. Πάντα.

Αδειάζει σιγά σιγά όλο το κουτάκι, όχι ότι είχε και πολλά ακόμα, και αρχίζει να τα ακουμπάει πάνω στην άσπρη φορμάικα. Στη σειρά στην αρχή. Σε σχηματισμούς μετά. Μετά πάλι στην σειρά. Κάθε ένα το τοποθετεί ανάλογα με το μήκος του άκαυτου ξύλου, το ταυτίζει με μια ιστορία, με ένα φλερτ, με μια σχέση, με ένα πήδημα. Σαν τα σπίρτα κι αυτά που ανάβουν, φουντώνουν, και μετά άλλα σιγοσβήνουν, άλλα σβήνουν ξαφνικά με μια απότομη λάμψη και άλλα καίγονται μέχρι κάτω, καίγοντας το χέρι που τα κράταγε, αφήνοντας μόνο κάρβουνο και βρώμα στο τέλος.

Προσπαθεί να βάλει σε τάξη τα σπίρτα, να βάλει σε τάξη το χάος του μυαλού της και τα παιχνίδια που της παίζει, πάντα τέτοιες ώρες. Βρίσκει τρία άκαυτα. Τα κοιτά αποβλακωμένη. Για ώρα. Δεν μπορεί να αποφασίσει ποιο να διαλέξει για να ανάψει. Παιδεύεται ώρα μέχρι που καταφέρνει να τα στήσει όρθια.

Με όποιο πέσει πρώτο σκέφτεται. Με αυτό θα ανάψει. Πέφτει το δεξί. Το ανάβει, ανάβει και το τσιγάρο μετά, και το αφήνει να καίγεται. Πριν σβήσει μόνο του, ανάβει το ένα από τα δυο που έχουν μείνει όρθια. Το τελευταίο θα το κρατήσει.

Για αύριο...

...για την καινούρια αρχή.

30.8.08

Αισθήσεις

Δεν υπάρχει πιο όμορφο συναίσθημα, από το να ξέρεις πως αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, κάποια άλλα μάτια προσπαθούν να βρουν τα σημάδια στον ουρανό που διάλεξαν μαζί σου.
Σημάδια που εκμηδενίζουν τις αποστάσεις.
Δεν υπάρχει πιο όμορφο συναίσθημα από το να ξέρεις πως αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, κάποια άλλα αυτιά ακούν την ίδια ώρα με σένα, τις μελωδίες που μαζί διαλέξατε.
Μελωδίες που εκμηδενίζουν τις αποστάσεις.
Δεν υπάρχει πιο όμορφη λαχτάρα, από το να μετράς ανάποδα τις μέρες, για την στιγμή που και οι υπόλοιπες αισθήσεις σου θα ξαναβιώσουν κοινά ερεθίσματα.

28.8.08

Ένα κουτί και ένα κλεμμένο ποδήλατο

Πόσες αναμνήσεις, πόσες λέξεις, πόσες εικόνες, πόσα αστέρια, πόσα γέλια, πόσες αγκαλιές, πόσες στιγμές μπορούν να χωρέσουν σε ένα κουτί;

Τόσες όσες τα βότσαλα που τελικά χώρεσε...;




Τόσες όσες και οι φωτογραφίες που είμαστε μαζί...;

Τόσες όσες και οι μέρες στο νησί, όσες και οι ώρες στην Βαρκελώνη...;

Τόσες όση και η ώρα που μου πήρε να σου εξηγήσω γιατί το Ποτέ ποτέ ποτέ, δεν μπορεί να μπορεί να είναι το αγαπημένο σου τραγούδι, όσο και αν αρέσει και στους δυο μας...

Τώρα κατάλαβα γιατί σου άρεσαν τα Μεστά... γιατί μου άρεσε το Barrio Gοtico.

Μου είπες πως θα θυμάσαι τις βόλτες με τα ποδήλατα στον Κάμπο. Και εγώ δεν θα ξεχάσω την πρώτη μου βόλτα με Vespa.

Feliz cumpleaños

Και είμαι σίγουρος ότι θα αγαπήσεις πολύ και το

Κλεμμένο ποδήλατο...

Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο
και θα 'ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο
γιατί μια καινούρια αγάπη θα χύνεται σα μέλι
κι από ένα σημείο της γης αυτός ο ήλιος θ' ανατέλλει
πιο όμορφος από ποτέ σα στρογγυλό χρυσάφι
θα λάμψει στο βλέμμα σου σα μεγάλο διαμάντι

Κι εγώ που κάνω όνειρα χωρίς να κοιμάμαι
περνάω μέσα από ένα κρύσταλλο χωρίς να φοβάμαι
γιατί τα όνειρα που κάνω όταν περπατώ στο δρόμο
είναι πιο έντιμα απ' αυτά που μας πλασάρει ο νόμος
ο νόμος μιας εταιρίας, ο νόμος μιας πολιτείας
Η χώρα μου είναι αποικία μιας πιο μεγάλης αποικίας

Χρώματα απ' τον πόλεμο μιας υδατογραφίας
χρώματα αγάπης και χρώματα βίας
Θάψε τις κούκλες κι όλα τα πλαστικά σου όπλα
μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους κόλπα
Τα όνειρα της ζωής, μια θαμπή ανάμνηση
στριφογυρίζουν σα μόρια μιας μεγάλης περιπλάνησης
σα δαχτυλίδια του Κρόνου στέκονται πάνω απ' το κεφάλι
τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι

Είναι σα μαγνήτης που με κάνει να ονειρεύομαι
να μιλάω στα κτίρια, στα σύννεφα, ή να προσεύχομαι
Να 'χα μια θάλασσα έξω απ' το σπίτι μου
κι όποτε βρέχει να πετάω απ' το μπαλκόνι μου
κρατώντας το χέρι σου για πάντα
στις φραουλένιες πεδιάδες, στις γραμμικές κοιλάδες
Κι όπως συγκρούεται ένα αεροπλάνο στο μυαλό μου
να γίνει το σώμα σου ένα με το δικό μου
Πες μου, πες μου, τι σκέφτεσαι για μένα
όταν τα σώματά μας στέκουν σταυρωμένα
κι από ένα σημείο της γης αυτός ο ήλιος ανατέλλει
Κάποιος τότε σ' ένα στόχο σημαδεύει

Χρώματα απ' τον πόλεμο μιας υδατογραφίας
χρώματα αγάπης και χρώματα βίας
Θάψε τις κούκλες σου κι όλα τα πλαστικά όπλα
μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους κόλπα
Τα όνειρα της ζωής, μια θαμπή ανάμνηση
στριφογυρίζουν σα μόρια μιας μεγάλης περιπλάνησης
σα δαχτυλίδια του Κρόνου στέκονται πάνω απ' το κεφάλι
τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι

Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο
και θα 'ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο
Ίσως βρούμε ένα σπίτι για να μείνουμε
ένα τόπο να ζήσουμε και να πεθάνουμε
μιλώντας σε κάποιον που έχει πεθάνει
σε χιονισμένα τοπία, σε δέντρα από μελάνι
ή σε ανθρώπους που ψάχνουν μια κατεύθυνση
προς το θεό, μια άλλη χώρα, μια άγνωστη διεύθυνση
στην οθόνη ενός κομπιούτερ, στα όνειρα του σκύλου
στο ουράνιο τόξο, στην καρδιά ενός φίλου

Φύλαξε τις εικόνες κι όλα όσα πιστεύεις
στο βιβλίο των ματιών σου είναι όλα αυτά που θέλεις
Χρώματα απ' τον πόλεμο μιας υδατογραφίας
χρώματα αγάπης και χρώματα βίας
Θάψε τις κούκλες κι όλα τα πλαστικά σου όπλα
μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους κόλπα
Τα όνειρα της ζωής, μια θαμπή ανάμνηση
στριφογυρίζουν σα μόρια μιας μεγάλης περιπλάνησης
σα δαχτυλίδια του Κρόνου στέκονται πάνω απ' το κεφάλι
τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι

Στέρεο Νόβα

24.8.08

Bella Luna 16.08.2008

Ποιος θα μου έλεγε ποτέ, ότι θα έβλεπα την πανσέληνο του Αυγούστου, και την έκλειψη...


...με τον τρόπο που τα είδα.



18.7.08

Μετράω Ανάποδα

Μετράω ανάποδα μέχρι την πρώτη του Αυγούστου, που θα φύγω μακριά από όλα όσα δεν θέλω να αντιμετωπίσω
Περιμένω πως και πως τις ώρες που θα με καίει ο ήλιος, και θα με τυφλώνει
Που το μόνο που θα ακούω θα είναι τζιτζίκια και τριζόνια
Που το μόνο που θα βλέπω θα είναι θάλασσα, βότσαλα και καΐκια
Που το μόνο θα μυρίζω θα είναι γιασεμί μαστιχόδεντρα και νυχτολούλουδα
Που το χέρι μου θα με αγγίζει και θα νοιώθω το ξεραμένο αλάτι της θάλασσας, ανακατεμένο με αντηλιακό
Που οι πατούσες μου θα καίγονται όπως θα περπατάω ξυπόλητος στα καυτά βότσαλα, και θα παγώνουν στα μωσαϊκά του σπιτιού
Που θα γεύομαι καλαμαράκια, χταπόδι και ούζο
Που θα ζαλιστώ στο Πυργί από τα ξυστά
Που θα περπατήσα στα σκεπαστά στενά των Μεστών
Που θα λατρέψω ξανά το ηλιοβασίλεμα στον Ανάβατο
Που θα κολυμπώ στις έρημες παραλίες της πλευράς του Αιγαίου
Που θα φάω σπιτικό γλυκό τριαντάφυλλο και βύσσινο
Που θα κλέψω σύκα από τον δρόμο
Που θα περπατήσω στον Κάμπο
Που χαθώ πάλι στο Κάστρο
Που θα χαθώ στις σελίδες των βιβλίων μου και θα ταξιδέψω
Που η μόνη μου επαφή με τον πολιτισμό θα είναι το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο
Που δεν θα φοβάμαι να μιλήσω
Που δεν θα με νοιάζει η υστερία κανενός
Που θα αλλάξω την ρουτίνα μου
Απλά του χρόνου ελπίζω να τα κάνω αυτά στην Σαρδηνία

26.6.08

Ένα Σαββάτο βράδυ, μια Κυριακή.

Σάββατο βράδυ. 38 παρά κάτι.
Δεν το σκέφτομαι.
Όλη τη μέρα τηλέφωνα, για να δω αν θα κάνω κάτι το βράδυ.
Τζίφος.
Γιατί άλλωστε να θέλει κάποιος να με δει δύο μέρες συνέχεια.
Τελικά κανονίζω.



Πλατεία Κοντζιά. European Music Day.
Με το που φτάνουμε θέλω να φύγω.
Kinky.
Σχεδόν καθόλου κόσμος.
Εδώ κι αν δεν θέλω να καθίσω.
Κουμουνδούρου.
Πιο συμπαθητικά, αλλά πάλι θέλω να φύγω.
Φεύγουμε πάλι.

Nixon.
Μπαίνουμε μέσα και πάμε κατευθείαν δίπλα να δούμε την μπάλα.
Ρωσία Ολλανδία.
Φτάνουμε στην παράταση.
Βουλιάζω στην πολυθρόνα.
Θέλω να μείνω εδώ για πάντα, να κοιτάζω την οθόνη.
Δεν με νοιάζει τι θα δείχνει.
Μου φτάνει που είναι μεγάλη, και οι πολυθρόνες ιδανικές για να βουλιάξεις και να χαθείς.
Είτε στην οθόνη, είτε στις σκέψεις σου, είτε απλά να χαθείς.
Δεν κοιτάζω τον αγώνα.
Απλά κοιτάζω την οθόνη.
Είμαι αλλού.
Δεν ξέρω πού.
Μάλλον έχω χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου.
Οι γύρω μου μιλάνε, αλλά δεν προσέχω τίποτα.



Μεσάνυχτα.
Αφύπνιση δυνατή.
Από δίπλα.
Εξακολουθώ να είμαι σε άλλη διάσταση.
Χρόνια Πολλά.
Με σκουντάνε.
Χρόνια πολλά.
Γιατί;
Είναι 22.
Και; Ααα!!!
38 λοιπόν, και εγώ χαμένος.
Ευχές, φιλιά και ευχαριστώ.
Τελειώνει ο αγώνας.
Μακάρι να μπορούσα να μείνω εδώ βουλιαγμένος στην πολυθρόνα.
Μέχρι να αποφασίσω εγώ ότι θέλω να σηκωθώ, και να βγω στον έξω κόσμο.
Δεν γίνεται και το ξέρω.


Ξεκινάμε για το Hoxton.
Μηχανικό βήμα.
Χαζεύω τα πρόσωπα των περαστικών.
Διερευνητικά και χωρίς καμιά ντροπή.
Δεν ξέρω τί ψάχνω.



Hoxton κόσμος.
Όχι πολύς.
Αρκετός.
Ψάχνω από συνήθεια πια.
Ξέρω σίγουρα ότι δεν είσαι εκεί.
Ελπίζω να μην είσαι.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσα για άλλη μια φορά να κάνω ότι δεν σε είδα, και να προσέχω να μην με δεις.
Είμαι πολύ περίεργος αλήθεια αν με είχες δει τις άλλες φορές.
Gordon's space με ταχύτητα αναψυκτικού.
Δεν αντέχω τίποτα άλλο πια.


Έχει αρχίσει και μαζεύεται πολύς κόσμος.
Φεύγουμε.
Είναι νωρίς ακόμα.
Δεν θέλω να γυρίσω σπίτι. Mε τίποτα.
Δεν περνάει όμως η ώρα. Με τίποτα.
Οι πρώτες ώρες των 38.
Ίδιες με αυτές των 37, των 36.
Με όλες τις προηγούμενες.


Πάμε Fresh.
Είχα χρόνια να πάω.
Είχα αναμνήσεις.
Αστείες.
Τότε είχα ντραπεί πολύ, τώρα γελάω.
Ξέρεις πως είναι να θέλεις κάποιον πολύ και να σε παίρνει ο ύπνος στο κρεβάτι;
Αγαπημένη ταράτσα. Λατρεμένη θέα.
Πόσο θα ήθελα να ήμουν εδώ απόψε με έναν άνθρωπο ξεχωριστό για μένα.
Σε 10 λεπτά μας έδιωξαν.
Έκλειναν και ήταν μόλις 02.30.


Αποχαιρετάω και ανηφορίζω μόνος προς το Κολωνάκι.
Πριν ένα μήνα θα περπατούσα στο δρόμο, και θα έκλαιγα.
Αν με ρωτήσεις τώρα γιατί, θα σου πω ότι δεν ξέρω.
Πραγματικά δεν ξέρω.
Τώρα απλά περπατάω και δεν σκέφτομαι κάτι συγκεκριμένο.
Είναι πολλά πράγματα που με βομβαρδίζουν.
Απανωτά χωρίς ειρμό, χωρίς λογική.
Δεν μπορώ να με παρακολουθήσω.
Κανείς δεν μπορεί.
Η διάθεση μου αλλάζει διαρκώς με πολύ γρήγορους ρυθμούς.


Με βαρέθηκα.
38 χρόνια, ο ίδιος.
Δύσκολα μπορώ να συγκεντρωθώ κάπου.
Γέλασα μόνος μου.
Σε θυμήθηκα να μου λες "Να διαβάσεις Προυστ",
και να σε ρωτάω με ενθουσιασμό, "Αλήθεια, θα με βοηθήσει;"
Πόσο πρέπει να γέλαγες με την βλακεία μου εκείνη την ώρα.
Κι αλλοίμονο, ξεκίνησα σχεδόν αμέσως, αλλά μάλλον με κάνει χειρότερα ο Μαρσέλ.


Φτάνω στο αυτοκίνητο.
Δεν μπορώ να αποφασίσω τι θέλω να κάνω.
Μπαίνω μέσα.
Δεν ανησυχώ, θα βρει το δρόμο του.
Δεν είναι πρώτη φορά.
Με ξέρει καλά πια, πιο καλά από τον καθένα.
Με έχει δει να κλαίω,
να γελάω.
Με έχει ακούσει να μιλάω μόνος μου,
να βρίζω τον εαυτό μου,
εσένα,
την τύχη μου την πουτάνα,
τον κόσμο όλο.


Ένα φτερό αγγέλου είναι ακόμα καρφωμένο στη θέση του συνοδηγού...


Βάζω μπρος.
Το ραδιόφωνο ξεκινάει μόνο του.
Tranquilize.
Γεμίζουν τα μάτια μου.
Ανάγκη ήταν ρε πούστη μου.
Δεν αλλάζω σταθμό.
Μου αρέσει που έχει αλλάξει το soundtrack της ζωης μου.
Κι ας μην είναι χαρούμενο.
Δυσκολεύομαι να δω.
Τα μάτια μου είναι έτοιμα να ξεχειλίσουν.
Όχι για σένα.
Για μένα.
Γιατί καταλαβαίνω για άλλη μια φορά πόσο ανόητος είμαι.
Και πόσο ανόητος θα συνεχίσω να είμαι.
Έλα κόσμε!!!
Πληρώνω όσο όσο για λίγη προσοχή.
Πραγματικά δεν ξέρω γιατί το κάνω.
Γιατί την ζητάω από εκεί που δεν θέλουν να μου την δώσουν,
και γιατί δεν την παίρνω από αυτούς που μου την δίνουν.


Έχω περάσει το σπίτι μου.
Έχω βγει στην Ποσειδώνος.
Τρέχω, τρέχω…
Αφήνω την Βάρκιζα πίσω μου.
Δοκιμάζω τα όρια τα δικά μου και του αυτοκινήτου.
Όλα τα παράθυρα ανοιχτά.
Η μουσική δυνατά.
Όχι για να ακούω, αλλά για να μου γαμάει το μυαλό.
Ποιος αρρωστημένος νους τα διαλέγει τα τραγούδια απόψε;
Λες και κάποιος θέλει να παίξει μαζί μου.
Όχι απόψε όμως...Δεν πρέπει…
Λαγονήσι, Ανάβυσσος, Φώκαια.

Κοντεύω Σούνιο
03.30.
Ξέρω που θα πάω.
Στρίβω.
Φτάνω το αυτοκίνητο άκρη άκρη στον γκρεμό.
Χειρόφρενο.
Κατεβαίνω.
Κοιτάζω το φεγγάρι.
Είναι ακόμα αρκετά μεγάλο.
Πριν μερικές μέρες ήταν που είχε πανσέληνο.
Αριστερά οι κολώνες, παγωμένες.
Πρέπει να αποφασίσω αν θα κατέβω κάτω ή θα γυρίσω πίσω.
Κατεβαίνω στην παραλία.
Δεν υπάρχει ψυχή.
Ποιος θα ήταν άλλωστε τέτοια ώρα.
Ευτυχώς είχα μαζί μου πετσέτα και ένα βιβλίο που είχα πάρει το πρωί.
Σκληρό μεν, αλλά για μαξιλάρι μια χαρά.
Βγάζω παπούτσια, κάλτσες, παντελόνι.
Μπαίνω στο νερό μέχρι τα γόνατα.
Παγωμένο.
Συνέρχομαι.
Αποφασίζω να σκεφτώ λογικά.
Βγαίνω έξω.
Ξαπλώνω.
Σκοτάδι.
Το φεγγάρι ψηλά και αντανακλά το φως του, στο νερό.
Ψάχνω να βρω το αστέρι.
Δεν μπορώ.
Μόνο από το μπαλκόνι μου το βρίσκω.
Δεν πειράζει.


38 χρόνια δεν είχα μείνει ποτέ σε παραλία όλο το βράδυ.
Την πρώτη φορά ήθελα να μην είμαι μόνος.
Το βγάζω από το μυαλό μου.
Προσπαθώ να βγάλω τα πάντα από το μυαλό μου.
Χωρίς γιατί,
χωρίς εξηγήσεις,
χωρίς αναλύσεις,
χωρίς σημειολογίες,
χωρίς ρολόι.
Ακούς;
Δεν με νοιάζει να βρω τον χαμένο χρόνο.
Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει χρόνος.


Έχει μόλις αρχίσει η υπόλοιπη μου ζωή.
Δεν ξέρω πόση θα είναι, αλλά μόλις άρχισε.
Δεν ξέρω αν θα είναι χειρότερη ή καλύτερη, αλλά μόλις άρχισε.
Δεν ξέρω αν θα είναι το ίδιο μοναχική, αλλά μόλις άρχισε.
Δεν ξέρω αν θα είσαι ένα κομμάτι της ή όχι, αλλά μόλις άρχισε.
Μόλις άρχισε και ξέρω ότι θα ήθελα να είσαι ένα κομμάτι της.


Αρχίζει να χαράζει.
Τι ώρα να είναι;
Άγνωστο.
Μάλλον πολύ νωρίς.
Η δεύτερη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου.
Η δεύτερη μέρα του καλοκαιριού.
Η πρώτη μέρα των 38 μου.


Κρυώνω.
Σηκώνομαι και βουτάω.
Χωρίς να το σκεφτώ.
Ανατριχιάζω.
Σε λίγο θα το έχω συνηθίσει.
Δεν έπρεπε να έχω έρθει στο Σούνιο.
Στο Σούνιο είναι ωραία την δύση.
Δεν έχει σημασία.
Έχω μουλιάσει.
Τα δάχτυλα μου έχουν ζαρώσει.
Μου αρέσει.
Όλοι πρέπει να δούμε την ανατολή κάποια στιγμή.
Κανονικά, όχι από ξενύχτι.


Αρχίζω να θέλω τσιγάρο.
Πρώτη φορά είμαι τόσο γαληνεμένος, μετά από καιρό.
Βγαίνω, τυλίγομαι στην πετσέτα.
Βλέμμα στο άπειρο.
Το φεγγάρι κάπου δεξιά συνεχίζει να αχνοφαίνεται.
Ξαναξαπλώνω.
Πρέπει να είμαι ξύπνιος σχεδόν 24 ώρες.
Δεν νυστάζω, δεν είμαι κουρασμένος.
Κοιτάζω το βιβλίο.




Το ανοίγω, το ξεφυλλίζω.
Στέκομαι σε μερικά ποιήματα.
Το κλείνω γρήγορα.
Δεν χρειάζεται να αυτοτιμωρηθώ τούτη την ώρα.

Ο ήλιος έχει αρχίσει και ανεβαίνει.
Είναι όμορφα.
Είναι πρωί και είμαι μόνος.
Το μυαλό μου τρέχει σε τελείως χαζές σκέψεις.
Θυμήθικα την Άντζελα που βλέπει τον Ατλαντικό από το Σούνιο.
Άραγε πώς να είναι η θάλασσα στον Ατλαντικό.
Να θυμηθείς να μου πεις.
Ο Κορνήλιος είναι στον Ατλαντικό.
Και γω στο Σούνιο.
Βλέπουμε την ίδια θάλασσα.
Γελάω μόνος μου.
Μάλλον τελικά μπορείς να με κάνεις να γελάω κιόλας που και που.

38
Πρέπει να φύγω.
Δεν θέλω,
Λέω ότι θα φύγω μόλις έρθουν οι πρώτοι στην παραλία.
Δεν άργησε να έρθει η ώρα.
Ανεβαίνω τα σκαλιά.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο και κοιτάζω την ώρα.
9 και…
Επιστροφή χωρίς soundtrack.
Είμαι χαρούμενος, έτσι απλά.
Χωρίς λόγο.
Άδειασα.

Σε μια ώρα είμαι σπίτι
Ανοίγω τα ρολά, τις πόρτες, τα παράθυρα., τα πάντα.
Να μπει αέρας και φως
Κλείνω το τηλέφωνο.
Σε λίγο θα άρχιζε να χτυπάει.
Έτσι κι αλλιώς δεν θα πάρεις...
Είτε γιατί δεν θέλεις,
είτε γιατί το ξέχασες,
είτε γιατί δεν πρέπει,
είτε γιατί είσαι μακριά,
είτε γιατί πολύ απλά δεν ασχολείσαι.
Καλυτέρα ίσως, τουλάχιστον αυτή την φορά δεν θα χρειαστεί να πεις ψέματα, όπως στην γιορτή μου.

Ξαπλώνω.
Κλείνω τα μάτια.
Όταν τα ξανανοίγω, είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα και γω και τα σεντόνια.
Στάζω.
Είναι μεσημέρι αργά.
Πρέπει να σηκωθώ.
Σε μερικές ώρες πρέπει να έχω γίνει αυτός που όλοι ξέρουν,
αυτός που κάνει τους άλλους να περνάνε καλά,
ο τέλειος οικοδεσπότης,
clown ίσως.
Φιλιά στον αέρα,
και ψέματα,
και μπόλικη από την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας.
160 μαγούλα,
160 φιλιά στον αέρα.

Τελικά τίποτα δεν αλλάζει από την μια μέρα στην άλλη,
ακόμη κι αν είναι η πρώτη των 38.
Πως θα ήθελα να ήμουν αλλού.

17.6.08

Cobalt Blue (Aluminum chloride AlCl3, Cobalt(II)-chloride CoCl2 · 6H2O)


Τον τελευταίο καιρό, ψάχνοντας να ανακαλύψω τον εαυτό μου, άλλες στιγμές μόνος και άλλες με βοήθεια, έπρεπε να δω τι σημαίνουν τα χρώματα, τι μου θυμίζουν, τι μου φέρνουν στο μυαλό.
Το Μπλε;
Τη θάλασσα, τον ουρανό.
Σε ηρεμεί;
Όχι.
Σε αγριεύει;
Ούτε.
Μου είναι τελείως αδιάφορο μάλλον.
Σκεφτόμουν πόσες διαφορετικές αποχρώσεις ξέρω. Πολλές. Άλλες μπορώ να τις περιγράψω εύκολα, και άλλες όχι τόσο, πάντα όμως, όπως θα το εξηγούσε ένα παιδί.
Πραγματικά πολλά τα μπλε. Είναι ένα χρώμα που ούτε το αγαπώ, αλλά δεν το απεχθάνομαι κιόλας. Μάλλον αδιάφορο. Δεν μου προκαλεί κανένα συναίσθημα.
Μέρες μετά, διάβασα κάπου για το cobalt blue.
Σαν κάτι να μου ερέθισε τον εγκέφαλο. Έψαξα. Το βρήκα.
Ανακαλύφθηκε το 1802, από τα πιο ακριβά χρώματα, και το όνομα του προέρχεται από ένα μεσαιωνικό υποχθόνιο πνεύμα το kobolt, που καταδίωκε τους μεταλλωρύχους που προσπαθούσαν να εξορύξουν το κοβάλτιο, απαραίτητο μέταλλο για την παρασκευή του χρώματος.
Ήταν ίσως από τις λίγες αποχρώσεις του μπλε που αγαπούσα, και ας μην ήξερα ότι το έλεγαν έτσι, και από αυτές που δεν θα μπορούσα σίγουρα να περιγράψω.
Παγωμένο, και όμως τόσο ζωντανό, τόσο έντονο.
Και πάγωσα εγώ.
Αν με ρώταγες πριν καιρό τι μου θυμίζει αυτό το χρώμα, θα σου έλεγα το παιδικό μου δωμάτιο.
Αν με ρώταγες εκείνη την στιγμή, τι μου θυμίζει αυτό το χρώμα, θα σου έλεγα την σιωπή. Την νεκρική σιγή.
Το ίδιο μου θυμίζει και σήμερα. Μέρες μετά.
Όμως δεν το αγαπώ πια καθόλου.
Το φοβάμαι ίσως.
Μάλλον προτιμώ την σιωπή της magenta όταν είναι στολισμένη με χριστουγεννιάτικα φωτάκια.

8.6.08

ΟΤΑΝ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
σ'αυτούς που ώρες στέκονται σε μία ουρά,
έξω από μία πόρτα ή μπροστά σ'έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μία αίτηση στο χέρι
για μία υπογραφή, για μία ψευτοσύνταξη.
Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσαλακωμένους.



Ντίνος Χριστιανόπουλος

5.6.08

Τέλος ή Αρχή;

Ένα σπίτι μεγάλο.
Πολλές πόρτες και παράθυρα.
Και γω ετοιμάζομαι να φύγω.
Το έχω πουλήσει, και ακόμα δεν ξέρω τί έχω πάρει από αυτή την συναλλαγή, και τί θα μου μείνει στο τέλος.
Αρχίζω και κλείνω μία μία τις πόρτες και τα παράθυρα.
Τα πράγματα μου μαζεμένα, όλα.
Με το που κλείνω μια πόρτα, ανοίγει μια άλλη. Είτε μόνη της, είτε κάποιος μου κάνει πλάκα.
Αν δεν τις κλείσω όλες όμως, δεν θα μπορέσω να φύγω.
Ένα μήνα τώρα, που πήρα την απόφαση, κλείνω πόρτες, και παράθυρα. Τα μανταλώνω και αυτά ξανανοίγουν.
Κάποια που είχαν κλείσει εδώ και χρόνια, ξανάνοιξαν.
Πρέπει να είναι τα πάντα κλειστά πριν ξεκινήσω το ταξίδι, και πρώτη φορά ο προορισμός τελείως άγνωστος, αλλά δε με νοιάζει.
Κλείνω έναν κύκλο σχεδόν δώδεκα χρόνων, που κατάφερα να ανακατέψω, και να μετατρέψω σε χάος, προσωπικά, επαγγελματικά, οικογένεια, φιλίες, τη ζωή μου όλη.
Κουλουβάχατα όλα.
Δυο βήματα μπροστά, δέκα πίσω.
Μαθήματα πολλά, δεν ξέρω τι έχει μείνει όμως.
Κατάφερα να αναστατώσω την ζωή μου, στην καλύτερη μου ηλικία.
Εδώ και μερικά χρόνια, το αισθανόμουν ότι ο κύκλος αυτός πρέπει να κλείσει το δίχως άλλο, και χωρίς εμένα μέσα.
Να φύγω το συντομότερο από εκεί, γιατί πρέπει να κάνω πράγματα, γιατί θέλω να κάνω πράγματα, γιατί δεν πρέπει να χάσω άλλο χρόνο.
Ποτέ δεν είχα αισθανθεί τον χρόνο να με κυνηγά, αντίθετα πολλές φορές τον ένιωθα και σαν σύμμαχο.
Νόμιζα ότι ήμουν κερδισμένος μέχρι τώρα.
Μέχρι που κάποια στιγμή, πάνε δυο χρόνια, έμεινα μόνος μέσα στο σπίτι.
Ήταν πρώτη φορά που αισθανόμουν καλά με την μοναξιά μου, με την παρέα του εαυτού μου.
Του εαυτού μου, που είχα φτάσει σε σημείο να τον φοβάμαι.
Άρχισα να αναλογίζομαι, να κοιτάζω κέρδη και ζημιές.
Τα κέρδη αρκετά, επιφανειακά όμως όλα.
Λάμψη.
Ματαιοδοξία.
Τι περίεργη λέξη.
Εύηχη θα έλεγα, και πόσο κενή όμως, πόσο εφήμερη.
Οι ζημιές πιο πολλές.
Πιο βαθιές οι πληγές από ό,τι φανταζόμουν .
Παντού, σε κάθε τομέα, και εγώ δεν είχα πάρει είδηση.
Γρατζουνιές έλεγα, για να το πιστέψω ο ίδιος μάλλον.
Κοίταζα στον καθρέφτη, και δυσκολευόμουν να πιστέψω, ότι αυτό που βλέπω είναι το είδωλό μου.
Φοβήθηκα.
Όμως δεν είναι τόσο εύκολο να πάρεις αποφάσεις ζωής.
Πούλα, αγάπησε, αγόρασε, χώρισε, μίλα, ξέκοψε, ζύγισε.
Και να πρέπει να τα κάνεις όλα μαζί.
Τώρα ή ποτέ.
Άγχος, φόβος, αγωνία, αβεβαιότητα, σχέδια, και άλλα σχέδια, μοναξιά.
Και οι γρατζουνιές να είναι πληγές τελικά, έτοιμες να κακοφορμίσουν.
Ο κύκλος όμως πρέπει να κλείσει, θα κλείσει, και το ταξίδι θα ξεκινήσει.

26.5.08

VOICES Lyrics

Who is the master? Who is the slave?

Treat me like a curse
Then tell me I'm your saviour
I'm never with the stranger
I used to know so well
Waiting for your answer
Is a kind of torture
Could I grow accustomed to this kind of hell?

Are you walking the dog,
'cause that dog isn't new
Are you out of control, is that dog walking you
Haven't you had enough, now your time is up
Baby show me your hand

Voices start to ring in your head
Tell me what do they say
Distant echoes from another time
Start to creep in your brain
So you claim "madness"
like it's convenient
You do it so often that you
start to believe it
You have demons so nobody can blame you
But who is the master and who is the slave?

First you say you love me
Then you wanna leave me
Then you say you're sorry
You play the game so well
I bought your illusion
You're the greatest salesman
How could I refuse you
When you sold it to yourself

Are you walking the dog,
'cause that dog isn't new
Are you out of control, is that dog walking you
Haven't you had enough, now your time is up
Baby show me your hand

Voices start to ring in your head
Tell me what do they say
Distant echoes from another time
Start to creep in your brain
So you claim "madness"
like it's convenient
You do it so often that you
start to believe it
You have demons so nobody can blame you
But who is the master and who is the slave?

24.5.08

ΕΑΡ ΣΑΝ ΠΑΝΤΑ

Καλύπτουσα τα κύματα του δορυάλωτου χωριού με το κόκκινό της φόρεμα
Πρώτα μικρή κ’ έπειτα μεγάλη
Ανεβαίνει στην κορυφή του πύργου
Και πιάνει τα σύννεφα και τα συνθλίβει επί του στήθους της
Ίσως ποτέ να μην υπήρξε μεγαλείτερος καϋμός απ’ τον δικό της
Ίσως ποτέ να μην έπεσαν ψίθυροι πιο πεπυρακτωμένοι στην επιφάνεια ενός προσώπου
Ίσως ποτέ δεν εξετέθη στην κατανόησι ανθρώπου έκθεσις πιο εκτεταμένη
Έκθεσις πιο ποικίλη πιο περιεκτική από την ιστορία που λεν τα νέφη αυτής της εξομολογήσεως
Εδώ κ’ εκεί τα κόβουν λαιμητόμοι
Θερμές σταγόνες πέφτουνε στην γη
Ο γήλοφος που σχηματίσθηκε στο κυριώτερο σημείο της πτώσεως
Φουσκώνει και ανεβαίνει ακόμη




Κανείς δασμός δεν είναι βαρύτερος από μια τέτοια σταγόνα
Κανένα διαμάντι πιο βαρύ
Κανείς μνηστήρ πιο πλήρης πάθους
Στιλπνά τα κράσπεδα του λόφου και γυαλίζουνε στον ήλιο
Στην κορυφή του περιμένει μια λεκάνη
Είναι γιομάτη ως επάνω
Κι απ’ τα νερά της αναδύεται μια πολύ μικρή παιδίσκη ωραιoτάτη.
Ελπίδα μας αυριανή.



(Από την ΕΝΔΟΧΩΡΑ
του Ανδρέα Εμπειρίκου)

22.5.08

Άσε με άνθρωπε να κάνω ότι αισθάνομαι

Μέλυδρον

Στίχοι: Μάνος Ξυδούς
Μουσική: Μάνος Ξυδούς & Νίκος Σπυρόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Πυξ Λαξ

Θέλω να τρέξω να πετάξω να χαθώ
όμως φοβάμαι τι θα γίνει αν γυρίσω
τον εαυτό μου να γελάσω προσπαθώ
μα κάπου μέσα μου βαθειά δεν θα τον πείσω.
Αυτά σκεφτότανε τα βράδια στη δουλειά
κι η γκρίζα αύρα της γινότανε πιο μαύρη
θλιμμένα ναι, καλά ευχαριστώ
μα άλλο πράγμα τη τρυπάει και τη χαλάει..

Είναι ωραία η θάλασσα γιατί κινείται πάντα
κι αν έχεις βρει πολλές στεριές καμία δεν σ' αράζει
δώσ' μου για φιλοδώρημα τραγούδι με τη μπάντα
είναι ωραία η θάλασσα γιατί με σένα μοιάζει.

Άσε με άνθρωπε να κάνω ότι αισθάνομαι
βαρέθηκα για πράγματα σωστά να μου μιλάνε
πες μου μονάχα τι ποτό γεμίζει το ποτήρι σου
κι αν θέλεις περισσότερο εδώ δε σε κερνάνε.
Δε τελειώνει η ζωή σε μία άρνηση
κι αν έχεις άντερα την άρνηση ακολούθα
τι σε πειράζει αν σε δείχνουνε στο σπίτι σου
γιατί εφόρεσες ανάποδα τα ρούχα.

Είναι ωραία η θάλασσα γιατί κινείται πάντα
κι αν έχεις βρει πολλές στεριές καμία δεν σ' αράζει
δώσ' μου για φιλοδώρημα τραγούδι με τη μπάντα
είναι ωραία η θάλασσα γιατί με σένα μοιάζει.

21.5.08

Βάλτος

Η αυτοτιμωρία είναι μια πολύ ιδιόρρυθμη λέξη. Τιμωρώ τον εαυτό μου, για κάτι που έχω κάνει, ή που νομίζω ότι έχω κάνει. Σίγουρα δεν νομίζω ότι κανείς μπορεί με τον οποιοδήποτε τρόπο αυτοτιμωρίας να πάει μπροστά. Μόνο να βαλτώσει.

Και στην περίπτωσή μου δεν έχουμε σίγουρα να κάνουμε με αυτοτιμωρία. Με βάλτο ίσως, μα για άλλους τελείως λόγους. Όχι όμως με αυτοτιμωρία.

Αυτοτιμωρία θα ήταν αν κυνηγούσα να ξορκίσω τα φαντάσματα του παρελθόντος μου. Αυτοτιμωρία θα ήταν αν προσπαθούσα να εξιλεωθώ για πράγματα που έκανα, για καταστάσεις που δημιούργησα, για πληγές που προκάλεσα, και που συνέχισα να τις ξύνω και να τους ρίχνω αλάτι.

Εδώ όμως δε μιλάμε για παρελθόν, αλλά για μια κατάσταση υπαρκτή που κανείς δεν την ξεκίνησε ηθελημένα, αλλά κανείς κιόλας δεν προσπάθησε να την τελειώσει.

Το κάθε ένα από όλα τα μικρά γεγονότα, μπορεί να είναι από μόνο του τελείως ανούσιο και ανάξιο λόγου ίσως, όμως το κάθε ένα από αυτά τα γεγονότα, προξενεί αλυσιδωτές αντιδράσεις, πάντα διαφορετικές στο μυαλό του κάθε ανθρώπου, με μοναδικό αποτέλεσμα να οδηγεί κανείς την σκέψη του εκεί που ο ίδιος θέλει, συνεπικουρούμενος από τις "σοφές" γνώμες ανθρώπων που δεν έζησαν τις καταστάσεις τις ίδιες, που διασκεδάζουν από αυτά τα παιχνίδια, που ξέρουν τον ένα από τους δύο, ή ακόμη και στην περίπτωση που ξέρουν και τους δύο, επ'ουδενί δεν ξέρουν τι γίνεται μέσα στα μυαλά τους.
Άρα δεν νομίζω ότι μιλάμε για κανενός είδους αυτοτιμωρίας, ούτε κυριολεκτικά, ούτε μεταφορικά.
Μιλάμε για ανθρώπους, που ψάχνουν απαντήσεις, μιλάμε για ανθρώπους που έχουν συναισθήματα, για ανθρώπους που δεν φοβούνται να πονέσουν, που κοιτάνε μπροστά χωρίς να διαγράφουν το πίσω, για ανθρώπους που δεν φοβούνται να απογυμνώσουν την ψυχή τους, και που όταν το κάνουν δε το μετανιώνουν, που δεν φοβούνται να δώσουν και να δείξουν ό,τι κρύβουν μέσα τους, όπως κι αν λέγεται αυτό.
Σίγουρα δεν είναι όμως αυτοτιμωρία. Αυτοκαταστροφή μπορεί, αυτοτιμωρία όχι.
Μπορώ να σου πω πολλά πράγματα ακόμα που δεν είναι αυτοτιμωρία, και άλλα τόσα και ακόμα περισσότερα που είναι.
Όμως για μένα δεν είναι εκεί το θέμα.
Το θέμα είναι να στο να μπορείς να επικοινωνείς με τους ανθρώπους, να ζητάς αυτό που θέλεις, όπως ακριβώς το θέλεις, έχοντας ανθρώπους ζωντανούς, χειροπιαστούς. Να μην είσαι ταμπουρωμένος πίσω από την ασφάλεια μια οθόνης, την ασφάλεια ενός avatar. Να το ζητάς εσύ για σένα τον ίδιο, και να ξέρεις γιατί το ζητάς.
Βάλτος μπορεί και να είναι, αυτοτιμωρία όμως όχι.
Στον βάλτο όμως να ξέρεις, δε μπαίνει κανείς με την θέλησή του, αν δεν υπάρχει λόγος. Στο βάλτο θα βρεθείς μόνο αν κάποιος σε πετάξει, ή αν δεις κάποιον άλλον να είναι μέσα και σου φωνάζει ότι πνίγεται και αποφασίσεις εσύ να μπεις, για τους δικούς λόγους.
Μόλις βάλεις το ένα σου πόδι στον βάλτο, και νιώσεις την στέρεη γη να χάνεται, το στεγνό χώμα να εξαφανίζεται, τότε είναι που θα πρέπει να σκεφτείς αν θα μπεις πιο μέσα ή αν θα βγεις και θα γυρίσεις την πλάτη σου. Αν νοιάζεσαι για αυτόν που φώναζε, θα προσπαθήσεις να τον τραβήξεις μαζί σου έξω, ακόμα και αν εκείνος λέει σταμάτα να ασχολείσαι με το αν υφίσταμαι ή δεν υφίσταμαι.
Είναι κάτι που είναι πέρα από κάθε λογική και πέρα από κάθε συναίσθημα.

ΥΓ. Χρόνια σου πολλά μικρέ
Βγαίνοντας από την αυλή σου, κοίτα την μάντρα δεξιά σου.
Και να ξέρεις, πως ό,τι προκαλείς, στο τέλος της μέρας σίγουρα δεν είναι μόνο δικό σου, ειδικά αν το έχεις μοιραστεί.

18.5.08

ΕΚΘΕΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ "ΠΩΣ ΠΕΡΑΣΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΟΥ" ή ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ

Κυριακή πρωί 9.30.
Χτυπάει το τηλέφωνο.
Το βρίσκω μέσα στα σκεπάσματα. (Τις τελευταίες μέρες το έχω πάντα μαζί μου στο κρεββάτι, μη τυχόν και θελήσεις κάτι μέσα στη νύχτα)
Ήσουν εσύ.
Τι είναι σε ρωτάω τρομαγμένος.
Τίποτα γελάς από την άλλη την άλλη μεριά.
Τότε;
Ετοιμάσου
Γιατί;
Θα πάμε εκδρομή.
Που;
Θα δεις, θα σου αρέσει.
Σε 15 λεπτά είμαι έτοιμος και σε περιμένω.
Φτάνεις με το καινούριο αυτοκίνητο.
Άσπρο, λαμπερό, γυαλιστερό.
Προσπαθώ να καταλάβω αν λάμπεις εσύ ή το αυτοκίνητο πιο πολύ.
Μάλλον εσύ.
Μέχρι και τα αυτιά σου γελάνε.
Μπες γρήγορα.
Που πάμε;
Στο Σούνιο, αφού εκεί σου αρέσει.
Που το ήξερες;
Ξέρεις πόσες φορές μου το έχεις πει;
Άκου πως κορνάρει, άκου άκου!!
Κοίτα πως φαίνεται ο ουρανός από την ηλιοροφή
Σαν παιδί ανήμερα Χριστούγεννα με το καινούριο του παιχνίδι κάνεις
Και τι θα κάνουμε τόσο πρωί στο Σούνιο;
Έχει κρύο για να κολυμπίσουμε.
Θα δούμε.
Μεγάλη διαδρομή, αλλά τόσο όμορφη, και αυτή την φορά, πιο όμορφη από όλες τις άλλες.
Θέλεις να καθίσουμε στην θάλασσα, ή να πάμε πρώτα στις κολώνες;
Στη θάλασσα θέλω, είπα. Ξέρω ένα μικρό λιμανάκι που μάλλον δε θα έχει κόσμο.
Φτάσαμε. Κατεβήκαμε και όντως ήμασταν ολομόναχοι.
Βγάλαμε τα παπούτσια, και ξαπλώσαμε όσο πιο κοντά στο νερό γινόταν.
Να βρέχονται τα πόδια μας.
Δίπλα, δίπλα.
Και μετά άρχισες να μιλάς, συνέχεια.
Δεν έβαζες γλώσσα μέσα.
Έλεγες για τα πάντα. Τις μουσικές σου, τις ζωγραφιές σου, τα φυτά σου, το χώμα, το σιτάρι,
το αυτοκίνητο.
Μίλαγες συνέχεια και έλαμπες, εσύ κι ήλιος από πάνω σου.
Μετά άρχισες να λες για τα ταξίδια που θες να κάνεις.
Σου υποσχέθηκα να σε πάω στην Σικελία. Σύντομα.
Όλη αυτή την ώρα που μίλαγες, είχες τα μάτια ανοιχτά και κοίταζες τον ήλιο.
Δεν ξέρω ποιός έλαμπε πιο πολύ.
Εγώ είχα γυρίσει στο πλάι και σε κοίταζα, δεν ήθελα να μιλήσω καθόλου.
Πρώτη φορά μίλαγες τόσο πολύ, και έλεγες μόνο για χαρούμενα πράγματα, και για σχέδια για το μέλλον
Ούτε αρρώστιες, ούτε καβγάδες, τίποτα.
Φοβόμουν να σε σταματήσω,μη τυχόν και θυμηθείς.
Ξάφνου σηκώθηκες και άρχισες να με βρέχεις. Δεν κουνήθηκα.
Έλα βρέξε με και συ.
Βρέχαμε ο ένας τον άλλον σαν πεντάχρονα, και γέλαγες συνέχεια.
Ξαναξαπλώσαμε να στεγνώσουμε. Πήγα να ανάψω τσιγάρο, ήταν μούσκεμα.
Και τα δικά σου το ίδιo.
Δεν πειράζει, θα το κόψουμε σήμερα, είπες, και σηκώθηκες.
Πάμε στις κολώνες, και άρχισες να τρέχεις. Πιάσε με, πιάσε με.
Με τα πόδια μου είπες θα πάμε.
Και συνέχισες να τρέχεις.
Όταν φτάσαμε, πήγες και κάθησες άκρη άκρη κοντά στο γκρεμό.
Ήρθα και κάθησα δυο μέτρα πιο πίσω.
Μη φοβάσαι, έλα δίπλα μου.
Δεν θέλω, προτιμώ να σε βλέπω.
Εσένα και την θάλασσα. Μαζί.
Και ήταν η πιο όμορφη Κυριακή.

ΟΜΩΣ δεν έγινε έτσι....

Είναι 9.30 το πρωί και ξυπνάω από τους πόνους.
Πλέον έχει μελανιάσει όλη η αριστερή μου πλευρά από το πέσιμο.
Έχει περάσει πάνω από ένα εικοσιτετράωρο, και εξακολουθώ να μην θυμάμαι τίποτα.
Προσπαθώ να ξαναφέρω το βράδυ της Παρασκευής στο μυαλό μου, και όμως το μόνο
που υπάρχει είναι κενό, και κάποια σκόρπια κομματάκια από ό,τι μου περιέγραψαν το Σάββατο.
Μα δε θυμάσαι τίποτα;
Πολύ λίγα πράγματα.
Ότι σε κρατάγαμε να μην πας;
Όχι.
Ότι βγήκες έξω;
Ναι.
Τι έλεγες, τι σου είπε;
Όχι, όχι, τίποτα.
Το χέρι σου που το έκοψες;
Δεν θυμάμαι.
Μου φαίνεται ότι τον χτύπησα, αλλά δεν είμαι και σίγουρος.
Κάτι για τον Προυστ θυμάμαι, κάτι για παϊδάκια μάλλον.
Δεν μπορώ να θυμηθώ.
Μετά πριν φύγεις που λες πάω να τον βρίσω και φεύγω....;
Ότι εσύ του έλεγες κάτι, και αυτός γέλαγε...;
Όχι
Τίποτα.
Που έπεσες, πως έπεσες;
Στο σπίτι, αλλά δεν θυμάμαι πιο πολύ.

Κυριακή όλη μέρα στο κρεββάτι να προσπαθώ να βρω πως να πονάω λιγότερο.
Και πως θα καταφέρω να κοιμηθώ.
Μόλις με έπαιρνε ο ύπνος, άρχιζε να σηκώνεται το κρεββάτι και να χαμηλώνει το ταβάνι.
Και πάλι να ξυπνάω, και να προσπαθώ να θυμηθώ.
Μάταιο.
Το μόνο που θυμάμαι σίγουρα είναι ότι χθες ζήτησα συγγνώμη.
Και είχα και το θράσος να του ζητήσω να το ξεχάσει αυτό που έγινε.
Και είπε ότι έτσι κι αλλιώς δεν έχει νόημα.
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, και ντράπηκα και φοβήθηκα να ρωτήσω.

Κυριακή αργά το απόγευμα αποφασίζω ότι πρέπει να σηκωθώ όσο και αν πονάω.
Πάνω στο γραφείο βρίσκω το δεύτερο εισιτήριο, ολόκληρο.

Τελικά απορώ ώρες ώρες, αν υπάρχει κάτι που να έχει νόημα.

16.5.08

Δυο πράσινες λίμνες και μια τριανταφυλλιά (2ο μέρος)

Εικοσιτέσσερεις ώρες μετά, ένα καλησπέρα.
Ένα άλλο αγόρι, αυτό που διάλεξε την τριανταφυλλιά.
Είναι υστερικό. Προσπαθεί να σταματήσει να είναι.
Ένα καλησπέρα.
Χωρίς απάντηση, από την άλλη μεριά της οθόνης.

Δεν ήθελε τίποτα.
Μόνο να μάθει αν ο μικρός, πονούσε ακόμα...
Και αν ήταν εντάξει η τριανταφυλλιά.
Μόνο αυτό

Ντύθηκε. Ντύθηκε ζεστά, γιατί κρύωνε πολύ, και ας κόντευε καλοκαίρι.
Πήγε στην Πειραιώς. Ψάχνει μέρες τώρα μια καμηλοπάρδαλη.
Μα είναι μεγάλη η Αθήνα.
Και το βράδυ είναι και παγωμένη, και ας έχει τόσα φώτα, τόση φασαρία.
Δυο κάρβουνα, μικρά είναι η αλήθεια, προσπαθούν να βρουν την καμηλοπάρδαλη,
να μείνουν αναμμένα, κι ας είναι μούσκεμα τόση ώρα.

Βρήκε μια μισογκρεμισμένη μάντρα.
Ανέβηκε.
Προσπάθησε να φωνάξει, μπας και ελευθερωθεί.
Μπας και με τις φωνές καταφέρει και ελευθερώσει το αγόρι το άλλο, από τους φύλακες,
μπας και διώξει τα φαντάσματα,
και τους κόλακες μακριά και τους υστερικούς.
Και αν φύγει και εκείνος από τις φωνές του.
Θα βρει το δρόμο για να γυρίσει, γιατί είναι πεισματάρης.

Ήθελε να σκίσει τα πνευμόνια του, από την δύναμη της φωνής,
να τα κάνει να ματώσουν.
Δεν τα κατάφερε. Δεν ακούστηκε τίποτα.
Πήρε να γυρίζει.
Γρήγορα.
Σχεδόν έτρεχε, και ήταν δρόμος πολύς.
Έπρεπε να βιαστεί όμως πριν σβήσουν τα κάρβουνα τελείως.

Έπρεπε να βιαστεί μπας και το άλλο αγόρι, ήταν στην οθόνη,
μπας και είχε πει καλησπέρα.
Δεν είχε πει τίποτα όμως.

Γιατί δεν ακούει κανένα και τίποτα;
Δεν ξέρω.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν θέλει να βλέπει τις δυο πράσινες λίμνες να είναι φουρτουνιασμένες.
Και να βρει την καμηλοπάρδαλη.
Γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γίνεται…

Ο ΕΡΥΘΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΟΥ


Πολύ καιρό τώρα προσπαθώ να καταλάβω με ποιον έχω να κάνω, ίσως γιατί μου αρέσει αυτή η διαδικασία όλη, ίσως γιατί μέσα από αυτό μαθαίνω τον εαυτό μου, κάθε μέρα λίγο και περισσότερο, ίσως για χίλιους δυο άλλους λόγους.

Τις τελευταίες βδομάδες προσπαθώ να μάθω ποιον έχω απέναντι μου, μέσα από δυο blogs, αλλά δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να προσπαθείς να φτιάξεις ένα παζλ, με τόσο πολλά ανακατεμένα κομματάκια, και χωρίς καν να έχεις μπροστά σου την εικόνα που πρέπει να σου φανερωθεί στο τέλος. Και έχεις μπροστά σου κομμάτια με εικόνες ζωντανές, με ήχους να παίζουν στο βάθος, αλλά όλα θαμπά και αόριστα.

Μέρες τώρα τα διαβάζω και δυο, και όλα τα σχόλια, ευλαβικά, γιατί αισθάνομαι πως μπαίνω “ακάλεστος” κατά μια έννοια στην ζωή ενός ανθρώπου που δεν ξέρω τίποτα εκτός από το όνομα του και την εικόνα του, και στην ζωή ενός ανθρώπου, που μοιράστηκε κάποιες από τις στιγμές της αγωνίας του μαζί μου, και από εκείνη την στιγμή που το έκανε, πάνε πολλοί μήνες τώρα, αισθάνθηκα περίεργα.

Να ξέρεις ότι όλα αρχίζουν και όλα καταλήγουν κάπου, μπορεί να μη ξέρω για ποιο λόγο γίνονται, να μην ξέρει κανείς για ποιον λόγο γίνονται, πάντως σίγουρα έχουν αρχή και τέλος. Και ένα κύκλος μπορεί σαφώς να βάζει κάποιον σε μια διαρκή τροχιά, όμως αρκεί μια στιγμή μόνο, για να εκτροχιαστεί κανείς και να σταματήσει να είναι εγκλωβισμένος.

Να τον αλλάξεις τον εαυτό σου, το μπορείς, το χρωστάς σε σένα τον ίδιο πάνω από όλα.

Πρέπει να το θελήσεις κιόλας, να το πιστέψεις, και να αφήσεις και αυτούς που θέλουν να προσπαθήσουν, να το δοκιμάσουν.

Όλα αυτά που λέω, μπορεί να ακούγονται πολύ ουτοπιστικά, όμως αν δεν δοκιμάσεις δεν θα μάθεις.

Τι θες και μπλέκεσαι θα μου πουν όλοι οι σώφρονες φίλοι μου. Τι να κάνω όμως; Βρέθηκες στο δρόμο μου, και μου έδωσες την εντύπωση ότι κρέμεσαι στο κενό και κρατιέσαι με το ένα χέρι.
Τι εναλλακτικές είχα;
Τρεις.
Να προσπεράσω,
να σε σπρώξω να τελειώνεις μια ώρα αρχίτερα,
και να δοκιμάσω να σε τραβήξω.

Το τρίτο διαλέγω, είτε αυτό λέγεται μια βόλτα, είτε δυο εισιτήρια για μια συναυλία, είτε με το να γκρινιάζω κάθε μέρα, είτε ό,τι άλλο είναι που περνάει από το χέρι μου.

Όταν κάποτε ήμουν στην ίδια με σένα θέση, ο άνθρωπος που περίμενα να με τραβήξει δε το έκανε, αντίθετα με κλωτσούσε πιο δυνατά, κάθε μέρα, να πάω μια αρχιτερα, και γω σαν χαζός δεν άφηνα κανέναν άλλο να με τραβήξει. Χρόνια μετά αισθάνομαι πολύ τυχερός που υπήρχαν κάποιοι πεισματάρηδες που επέμειναν παρά τις διαμαρτυρίες τις δικές μου.

13.5.08

Να θυμάσαι

"Ο κόσμος βρίσκεται στα χέρια εκείνων
που έχουν το κουράγιο να ονειρεύονται
και που παίρνουν το ρίσκο να ζουν το όνειρό τους
- ο καθένας ανάλογα με το ταλέντο του"
ΟΙ ΒΑΛΚΥΡΙΕΣ
PAULO COELHO

12.5.08

Δυο πράσινες λίμνες και μια τριανταφυλλιά

Στις 10 και τέταρτο, στην γέφυρα.
Εντάξει. Όχι εκεί όμως. Πιο πάνω. Στη γωνία.

Φτάνει πρώτο.
Περιμένει. Χαϊδεύει ξένα φυτά.


Δυο πράσινες λίμνες, φουσκωμένες, σαν μετά από καταιγίδα, έτοιμες να ξεχειλίσουν.
Δυο χείλια να τρέμουν.
Δυο γροθιές σφιγμένες, σαν να θέλει να τις ματώσει μόνος, με τα ίδια του τα νύχια.

Ένα αγόρι. Αλλιώτικο. Διαφορετικό. Ξεχωριστό. Αλλόκοτο;
250 υστερικοί. Τους 245, τους διάλεξε. Τους 5 τους βρήκε.
10 κόλακες.
Δυο φαντάσματα που στοιχειώνουν μέρες και νύχτες, χρόνια τώρα....
Ένας καινούριος υστερικός.
Δυο φύλακες. Σκληροί μα θα τους λείψει σαν ελευθερωθεί...., και θα του λείπουν σαν φύγει.
Ένα δωμάτιο φυλακή.
Ερμητικά κλειστό, μέχρι κι οι χαραμάδες.
Μα έχει ένα μπαλκόνι, με ζωή, κι ας μην βλέπει κανείς τον έξω κόσμο από κει.
Μια οθόνη για επικοινωνία, " πλασματική ".
Μπύρες. Τσιγάρα.
Σαρκασμός - άμυνα
Λόγια πικρά πολλές φορές - και αυτά άμυνα
Λίγοι, πόσο λίγοι δεν ξέρω, σίγουρα ξέρω για τον καινούριο υστερικό,
να προσπαθούν με νύχια και με δόντια, να ανοίξουν μια τρύπα να μπει φως στη φυλακή,
και να την μεγαλώσουν την τρύπα μετά, να βγει το αγόρι.
Το αγόρι φοβάται.
Τι...;
Κανείς δεν ξέρει.
Όλα τα παραπάνω...

Μια τριανταφυλλιά από την Αθηνάς, άλλαξε χώμα χθες βράδι.
Πήγε σε ένα μπαλκόνι, που σίγουρα θα περνάει πιο καλά.
Όταν την διάλεξα, ήξερα σε τι χέρια την εμπιστευόμουν.
Μην ξεχνάς να την χαϊδεύεις και για λογαριασμό μου.

9.5.08

Πόσο απέχει ένα ψίχουλο από το να γίνει ολόκληρο κέικ....

Πόσο απέχει ένα ψίχουλο από το να γίνει ολόκληρο κέικ....

Την παραπάνω φράση την βρήκα γραμμένη στο wall μου στο facebook, μετά από άλλη μια βραδιά outing και οινοπνευματοποσίας (με Campari για την ακρίβεια που είναι και πιο estet τύπου), πάντα υπό την υψηλή εποπτεία του barman που κάθε βράδυ σχεδόν συμβάλει με τον δικό του αμίμητο τρόπο στην κουβέντα.

Μου την είχαν πει κιόλας ήδη μερικές ώρες πριν, αλλά όπως είπαμε κάτι που έχω ακούσει, πρέπει πια να το δω και γραμμένο, και να το διαβάσω και δυνατά για να το εμπεδώσω.

Πόσο απέχει ένα ψίχουλο από το να γίνει ολόκληρο κέικ....

Το παραθέτω αυτούσιο

Ροζ Φούσκα: Πόσο απέχει ένα ψίχουλο από το να γίνει ολόκληρο κέικ....
Εγώ: Μετά από αρκετές ώρες μελέτης, θα καταληξω στο συμπέρασμα και μην γελάσεις ότι απέχει κάποιες παραπάνω μέρες ζύμωμα, κάποιες παραπάνω ώρες φάγωμα, και σαφώς πιο μεγάλη απόλαυση

ΡΦ: Συγγνώμη που δεν απάντησα νωρίτερα…. Αλλά … γελούσα!!! Μια ΑΒΥΣΣΟΣ τα χωρίζει αυτά τα δυο γλυκέ μου! Α Β Υ Σ Σ Ο Σ

Εγώ: ΜΜΜΜΜΜΜΜΜ
Οπότε μήπως για να μην περιμένουμε το κέικ
να τρώμε τα ψυχουλακια στο ενδιάμεσο
Λέω μήπως…?

ΡΦ: Αν θες να φουσκώσεις με σκουπίδια, να φορτωθείς τζάμπα άχρηστες θερμίδες, και να μην μπορείς να φας το κέικ όταν έρθει μπροστά σου ζεστό-ζεστό λαχταριστό και περιχυμένο με ζεστό fudge σοκολάτας, τότε ναι: τρώγε ψίχουλα (έτσι όπως το ΒΛΕΠΕΙΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟ, ειλικρινά… σου φαίνεται ωραίο?!?!?!?!?!?)

Εγώ: ΜΜΜΜΜΜΜΜ
Ακούγεται πειρασμός ...αλλά 1) έχω γίνει αρκετά λιτοδίαιτος 2) δεν τρωω σοκολάτες, ή τουλάχιστον δεν με συγκινουν για την ώρα

ΡΦ: Φάε ψίχουλα λοιπόν… (τώρα που το ξαναβλέπεις γραμμένο μήπως???) αν νομίζεις ότι αυτός είναι ο προορισμός σου σε αυτήν την πλάση!!! Εγώ πάλι έχω γίνει πλέον αλλεργική στα ψίχουλα...Nothing less than a whole cake!!!


Έτσι είχαμε 2 μέρες μια ολόκληρη κουβέντα για το αν είναι καλύτερα τα ψίχουλα από το κέικ.
Θα επιμείνω ότι αρκετές φορές είναι τα ψίχουλα καλύτερα.
Γιατί;
Μαθαίνει κανείς να εκτιμά τα ψίχουλα από μικρός.
Είχα ξεχάσει πως όταν ήμουν μικρός η γιαγιά μου σε ένα αστικό περιβάλλον κιόλας, τα μάζευε από το τραπέζι, με περισσή προσοχή, και τα έβγαζε και τα άφηνε πάνω στο τζάμι του φερ φορζέ τραπεζιού στη βεράντα της Πατησίων.
Όταν άρχισα να καταλαβαίνω, όπως ήταν φυσικό, ρώτησα γιατί
Γιατί για κάποια πλάσματα, μου είχε πει, αυτά που για μας δεν είναι τίποτα, παρά μόνο ψιχουλάκια, για αυτά τα πλάσματα λοιπόν, είναι ένα δώρο που δεν το περιμένουν. Γιατί θα ψάξουν λιγότερο για το φαγητό τους.
Για ποια πλάσματα;
Για τα σπουργίτια
Και καθόμασταν μετά και τα χαζεύαμε μέσα από την μεγάλη τζαμαρία.
Κι όταν χρόνια μετά στην Πατησίων δεν υπήρχαν πια πουλάκια, είχε όμως καναρίνι για παρέα η γιαγιά, τα ψιχουλακια τα έτρωγε το καναρίνι

Το ψιχουλάκι αν το πατήσεις στο μωσαϊκό της κουζίνας σου θα σου φανεί ένα ενοχλητικό σκουπίδι
Το ψιχουλάκι, το ίδιο ψιχουλάκι μπορεί να κάνει ένα σπουργίτι χαρούμενο, ή αν τα σπουργίτια δεν χαίρονται, μπορεί να το κάνει έστω πιο χορτάτο.
Το κέικ το ολόκληρο από την άλλη, είναι ωραίο, ζεστό, εντυπωσιακό, περιχυμένο με ζεστή σοκολάτα. Χορταίνει πολλές από τις αισθήσεις σου. Την όραση, την όσφρηση, την γεύση, και την αφή ακόμα.
Με το που κόβεις το πρώτο κομμάτι, όμως, δεν είναι πια το ίδιο το κέικ.
Είναι ένα κέικ με ένα κομμάτι λιγότερο.
Πόσα κομμάτια θα μπορέσεις να φας, σε μια μέρα. Όχι πολλά. Θα λιγωθείς. Θα θέλεις νερό… Θα θέλεις να βγάλεις την γεύση του από το στόμα.
Ή θα μείνεις να το κοιτάς για να μη το χαλάσεις, και όταν το αποφασίσεις επειδή πείνασες, θα έχει χαλάσει το κέικ.
Ή αν το φας αμέσως και είναι τα αυγά χαλασμένα, θα σου έρθει αηδία, αλλά μέχρι να το δαγκώσεις δεν είχες καταλάβει τίποτα.
Αν το φας πάλι όλο, ακόμα και αν είναι ωραίο, και δεν λιγωθείς, θα πονέσει η κοιλίτσα σου, γιατί θα είναι πολύ.
Αν πάλι σου βάλουν μπροστά σου δυο ολόκληρα κέικ, σχεδόν ιδία, και σου πουν να διαλέξεις ποιο από τα δυο θέλεις χωρίς να δοκιμάσεις, θα μπερδευτείς σίγουρα, θα τα κοιτάς ώρες, και όση ώρα εσύ τα κοιτάς, θα τα βλέπουν κι άλλοι, κάποιοι μπορεί πιο γρήγοροι, πιο αποφασιστικοί, να στα πάρουν μέσα από τα χέρια σου. Και τότε θα λες, τη μαλακία έκανα.

Οπότε πιστεύω πως αν διαλέξω το κέικ αντί τα ψίχουλα, αυτό που θα μου μείνει στο τέλος μπορεί να μην είναι κάτι ευχάριστο, κάτι καλό για να θυμάμαι, για να διηγούμαι, για να αναπολώ.
Αν πάλι διαλέξω τα ψίχουλα, όταν τα βρω, θα είναι μια απίστευτη έκπληξη, θα φάω και το τελευταίο, με απίστευτη λαχτάρα, και αν βεβαία αργότερα πέσει στα χεριά μου το κέικ, μάλλον θα μπορώ να το απολαύσω καλυτέρα από κάποιον που το κυνηγούσε εναγωνίως, και θα μπορέσω να το μοιραστώ πολύ πιο εύκολα....

Είναι πολύ βασικό να χαίρεσαι με όλες σου τις αισθήσεις την απλότητα των μικρών πραγμάτων, την ουσία της κάθε μικρής χαράς, της κάθε μικρής στιγμής.
Την χαρά σου όταν πέφτουν μπροστά σου, γιατί έχεις μάθει και τα εκτιμάς.
Και αυτή η λύπη σου ακόμα αν το χάσεις το ψίχουλο είναι πιο ουσιαστική, πιο γλυκιά από την λύπη αυτού που έχασε ένα κέικ, ή ζει διαρκώς με το άγχος το να το βρει.
Μπορεί να σε μπέρδεψα μικρή μου ροζ φούσκα, μπορεί και όχι.
Εσύ μου είπες κάποια πράγματα, τα έβαλα καλά στο μυαλό μου,
και είμαι τρίτη συνεχομένη μέρα καλά.
Ελπίζω να μην μπερδευτείς πολύ.

8.5.08

ΥΣΤΕΡΙΑ, ΠΑΙΔΙΚΟΣ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ Ή ΑΦΕΛΕΙΑ

Προχθές έμαθα πολλά πράγματα, και εγώ ο ίδιος για τον εαυτό μου.
Πράγματα που δεν τα είχα συνειδητοποιήσει.
Όχι επειδή τα άκουγα πρώτη φορά,
αλλά επειδή έγραφα αυτά που είχα ακούσει.
Τις έβλεπα τις λέξεις. Γραμμένες. Επίθετα, χαρακτηρισμούς.
Κάποια σημάδια στο χαρτί, που τα λένε γράμματα, που αν μπουν στην σωστή σειρά, φτιάχνουν λέξεις, και αυτές προτάσεις, μπορώ να τα καταλάβω τελικά καλύτερα από τους ήχους.
Τους άκουγα για χρόνια αυτούς.
Μάλλον.
Δεν είμαι και σίγουρος.
Μπορεί να είναι απλά και μόνο στο μυαλό μου, επειδή εδώ και ένα μήνα σχεδόν, τους ακούω συνέχεια.
Κάθε μέρα. Κατάμουτρα.

Προχθές διάβασα ένα post σου, 4 φορές.
Την τέταρτη το διάβασα δυνατά.
Μόνος μου.
Άκουσα 4 φορές την λέξη Υστερία
Σταμάτησα και ξανάρχισα το διάβασμα.
Ξανά 4 φορές τη λέξη υστερία.
Όποιος έχει την μύγα....
Την έχω δυστυχώς.
Ήμουν στην δουλειά.
Ήθελα να καταλάβω τι έγινε.
Υστερία!

Μου πήρε κάποιες ώρες.
Άρχισα να γραφώ.
Ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό.
Να διαβάζω παλιά κείμενα που δεν τα είχα ανεβάσει ποτέ. Δυνατά πάντα.
Σταμάταγα.
Γύριζα και διάβαζα το post το δικό σου πάλι.
Δυνατά πάντα.
Η λέξη υστερία με τριγύριζε συνέχεια.
Το αστείο είναι ότι ήμουν απόλυτα ήρεμος
Απορημένος
Πικραμένος
Μπερδεμένος
Έγραφα ώρες.
Σε χαρτί. Καλύτερα σε χαρτί. Για να μην καπνίζω κιόλας.

Άρχισαν να μου έρχονται στο μυαλό, όλες οι αντιδράσεις μου,
όλες οι ερωτήσεις που σου έκανα τόσους μήνες.
Οι ίδιες ερωτήσεις κάθε μέρα. Πολλές φορές και δυο φορές την ημέρα. Και τρεις.

Άρχισαν να μου έρχονται στο μυαλό, και όλα τα συνώνυμα που είχα ακούσει τον τελευταίο καιρό
Εκνευριστικός
Ενοχλητικός
Πεισματάρης
Κακομαθημένος
Σπασαρχίδης

Το μυαλό μου πήγε πάρα πολλά χρόνια πίσω.
Πάνω από 30.
Θυμήθηκα μια λέξη.
Ήταν καραμέλα.
Για πολύ καιρό.
Warum? Warum? Warum?
Ja, aber warum?
Δε σταμάταγα μέχρι να ακούσω αυτό που ήθελα,
ή μέχρι να ακούσω το ανεπανάληπτο Weil die Banane ist rum.
Και τότε θύμωνα.
Αλήθεια, ζει η Frau Christa? Ούτε αυτή θυμάμαι αν με είχε αγκαλιάσει τόσα χρόνια ποτέ…
Το ίδιο γινόταν και πιο μετά, μεγαλώνοντας.
Γιατί;
Γιατί, γιατί, μα γιατί, και η απάντηση ήταν πάντα η ίδια…
Γιατί η μπανάνα είναι στραβή.
Ξανά γιατί;
Γι’αυτό! Τέλος και σταμάτα το τώρα!
Σταμάταγα λυπημένος.
Κανείς δε μου δίνει σημασία.
Πόσες φορές είχα κλειστεί μετά από τέτοια μέσα στην ντουλάπα μου, ή στην μικρή αποθήκη.
Και παρακάλαγα όταν με βρείτε να έχω σκάσει, για να καταλάβετε ότι φταίτε .
Στην ντουλάπα σταμάτησα να μπαίνω.
Όμως δε σταμάτησα ποτέ να ούτε να ρωτάω, ούτε να επιμένω
Μεγαλώνοντας προσπαθούσα να πείσω τους πάντες ότι έχω δίκιο.
Γιατί;
Εγώ θα τον τετραγωνίσω τον κύκλο.
Πάντα σαν παιδί.
Πάντα με πείσμα.
Υστερία το λένε αλήθεια αυτό;
Αν ναι, τότε έχουν δίκιο όλοι.
Ξέρω πια ότι το κάνω, μόνο όταν θέλω κάτι πολύ.
Υπάρχουν και άλλοι τρόποι θα μου πεις.
Ναι,
αλλά δεν τους έχω βρει…
Τους έχεις ψάξει;
Που;
Θέλω…. Αλήθεια θέλω…
Θέλω πολλές φορές αλλά δεν τους βρίσκω,
ή μάλλον με πιάνει ενθουσιασμός και βιάζομαι, κάνω πάλι σαν παιδί.

Με πιάνει μια αγωνία να τα προλάβω όλα, να μην χάσω ούτε στιγμή.
Μάλλον δεν είναι καλό, η μάλλον δεν είναι σωστός ο τρόπος που τη βγάζω στους γύρω μου.
Γιατί;
Γιατί;
Γιατί;
Μάλλον θα μείνει ακόμα αναπάντητο το ερώτημα,

Μήπως επειδή οι χαρούμενες στιγμές είναι λιγότερες.

Και βιάζομαι. Βιάζομαι να τις κάνω περισσότερες.

Τι είναι αυτό;

Αγωνία; Υστερία; Κακοί τρόποι;

Θα κρατήσω το παιδικός ενθουσιασμός και αφέλεια.

7.5.08

OUTING ή Η ΚΑΜΗΛΟΠΑΡΔΑΛΗ

- Μα καλά, και γιατί τόσα χρόνια δεν μου είχες πει τίποτα; ΕΤΣΙ…
- Πότε το έμαθες; ΠΛΑΚΑ ΜΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ?
- Το ήξερα εγώ, το είχα καταλάβει!! ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ !!!!
- Δεν είμαι εγώ ο πρώτος που το είπες; ΟΧΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ !!!
- Δεν αισθάνεσαι καλυτέρα τώρα; ΜΑΛΛΟΝ ΟΧΙ !!!
- Ξέρεις πόσοι με είχαν ρωτήσει; ΑΛΗΘΕΙΑ ?
- Αν μου το είχες πει… ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΧΕ ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΙΠΟΤΑ…
- Και έλεγα και γω πότε θα το πεις!! ΠΟΤΕ ΙΣΩΣ ?


Γιατί δεν ήθελα, γιατί δεν άλλαξε κάτι, γιατί δε θα αλλάξει κάτι, γιατί την άλλη μέρα όλοι σχεδόν γυρίσατε στις ζωούλες σας, γιατί την πρώτη φορά που πήγα να βγω, έφαγα τα μούτρα μου άσχημα, γιατί δεν ήθελα να με μισήσετε, δεν ήθελα να με οικτίρετε, να με κοροϊδέψετε, να με συζητήσετε μετά, μόλις θα γύριζα την πλάτη.


- Είδες που δεν ήταν τόσο δύσκολο; ΗΤΑΝ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
- Δεν νοιώθεις καλύτερα; ΟΧΙ ΛΕΜΕ
- Πως το κατάλαβες; Ε???? ΠΑΜΕ ΠΑΛΙ
- Από πότε; ΕΛΕΟΣ!!!!
- Τελείως; ΟΧΙ ΚΑΤΑ 8/10 ΜΑΛΛΟΝ



Πλάκα μου κάνετε όλοι;


Στο μυαλό μου μέσα αρχίζουν και γυρίζουν πάλι όλα. Πράγματα που είχα παλέψει πολύ να τα ξεχάσω. Πράγματα και γεγονότα που με εγκλώβισαν για δέκα και χρόνια. Τότε έτρεμα, δεν ήξερα τι θα γίνει μετά, όμως στάθηκα στα πόδια μου, βρήκα κάποια από τα λάθη μου. Πάλεψα, έπρεπε να καταφέρω να ανασυγκροτήσω πολλά. Δουλειά, συναισθήματα, αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη στους γύρω μου, φιλίες που μόνος είχα βάλει στην άκρη, λεφτά.


Ποιο είναι το πιο ακριβό μάρμαρο;… μην ανυσηχεις, εγώ είμαι εδώ… οι πιο ακριβοί καπλαμάδες;…. Δε θα έχουμε λεφτά στο τέλος του μήνα…. Ξέρω εγώ… μην ανυσηχεις… μην ανησυχείς…. Εγώ είμαι εδώ….. ποιο είναι το πιο ακριβό;…..


- μα καλά με αυτόν τον μαλάκα; ΝΑΙ, ΝΑΙ ΛΕΜΕ
- μα καλά και συ δεν έβλεπες τίποτα πέρα από την μύτη σου; ΟΟΟΧΙ
- πω πω κακόμοιρε…. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ. ΝΑ ‘ΣΑΙ ΚΑΛΑ
- μα αφού ήταν ηλίου φαεινότερο! ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΙΣΩΣ
- το είχα φανταστεί! ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ


- και τώρα; ΚΕΝΟ
- Τι θα κάνεις τώρα; ΔΕΝ ΞΕΡΩ
- Χρωστάς πολλά; Ε? ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΔΩΣΕΙΣ ?
- Τι θα κάνεις; ΚΕΝΟ
- Θα κάνεις κάτι άλλο; ΚΕΝΟ
- Θα κάνεις το ίδιο; ΚΕΝΟ
- Τι; ΚΕΝΟ
- Τι ; ΔΞ/ΔΑ


Δεν ξέρω, δεν θέλω να σκέφτομαι, δεν θέλω, δεν, δεν, δεν ΔΕΝ. Ξέρω μόνο ότι θέλω να κλείσω τα αυτιά μου, τα μάτια μου. Δεν θέλω να ακούω τίποτα, να βλέπω τίποτα.
Θέλω να μην με ρωτάνε. Έχω αρχίσει να μετράω σπασμένα κομμάτια, χαμένα λεφτά, γραμμάρια, πέτρες, . Ώρες, μέρες, κερδισμένες, χαμένες, δικά μου κομμάτια, χρόνια, ζημιές. Δε θέλω να μετράω, σιχαίνομαι το μέτρημα, τους υπολογισμούς, τους απολογισμούς, όλα. Δεν θέλω να το σκέφτομαι, είχε μπει τόσα χρόνια στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Όμως έπρεπε και αυτό να βγει τώρα στην επιφάνεια. Και είναι αντίστροφη μέτρηση. Μέχρι να αρχίσω πάλι από το ένα.

- Και για πες και για τον άλλο; ΜΗ ΧΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
- Που τον βρήκες; ΣΤΑ ΓΑΡΙΔΑΚΙΑ
- Τι γίνεται ; ΤΙΠΟΤΑ
- Μα είναι δυνατόν; ΠΟΣΟ ΗΛΙΘΙΟΙ ΕΙΣΤΕ
- Στο Internet; ΝΑΙ ΛΕΜΕ
- Πας καλά; ΕΣΥ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΔΗΛΑΔΗ ΟΤΙ ΠΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ…
- Έτσι γίνεται; ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ

Ναι Ναι ΝΑΙ Ναι λέμε. Έτσι γίνεται. Αλλιώς γίνεται στα bar αλλά δεν πάω, ή στα πάρκα, αλλά εκεί μόνο για πήδημα. Παντού τελικά όμως μόνο για πήδημα είναι μάλλον.
Πόσο τον έχεις;
Τι κάνεις;
Τι σου αρέσει;
Πότε;
Τώρα;
Cyber;

Θέλεις να με γαμήσεις;
ΝΑΙ ΜΑΛΑΚΑ ΕΣΕΝΑ ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΛΩ, ΑΛΛΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΔΩ ΚΑΙ ΑΥΡΙΟ. ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙΣ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΟ ΓΑΜΗΣΙ.
ΑΛΗΘΕΙΑ ΘΕΛΩ?

Έτσι γνωρίζονται μάλλον τώρα. Δεν είμαι και σίγουρος. Πριν κάνα χρόνο μπήκα στο τρίπακι. Τέτοια εποχή θα ήταν. Φρίκαρα από την πρώτη βδομάδα. Έπρεπε να το κόψω αμέσως. Δε το έκανα. Γέμιζα τις ώρες μου στη δουλειά. Ευτυχώς ήρθε το καλοκαίρι. Άρχισα να πηγαίνω στη θάλασσα. Καθόμουν ώρες πολλές πάντα. Πολλές φορές και μετά που έδυε ο ήλιος. Όμως το καλοκαίρι τελείωσε, και ξαναγύρισα στην ίδια ρουτίνα. Ξανάφτιαξα το profile μου. Πιο σωστά, με φωτογραφία. Ναι με την μούρη μου. Ναι και την έβλεπαν όλοι. Δεν ήξερα τι έψαχνα. Και δεν θέλετε να ακούσατε αυτό που έψαχνα. Αυτό που τόσα χρόνια φίλος με όλους δε μπόρεσα ποτέ να έχω. Να μοιραστώ.
Τι;
Δεν ξέρω.
Να μοιραστώ.
Να αγαπήσω, να αγαπηθώ.
Να δώσω, να πάρω, να γελάσω όπως γελάγαμε όταν ήμασταν πιο μικροί.
Να μεθύσω.
Να πάω διακοπές.
Να πάω στο Luna Park, να παίξω συγκρουόμενα.
Να κάνω μαλακιες. (πρόλαβα και έκλεψα φυτά από τα παρτέρια του Δήμου στην Αθηνάς)
Να γελάμε.
Να μεθάμε.
Να αγκαλιάσω χωρίς να φοβάμαι.
Να με αγκαλιάσουν χωρίς να τραβιέμαι.
Να είμαι σε μια παραλία και να έχει το κεφάλι του πάνω στο στέρνο μου και να μην μιλάμε
Να κάνω sex και να μη βιάζομαι να φύγω ούτε να θέλω να διωξω τον άλλον.
Να κοιμάται και να τον κοιτάζω.
Να ξυπνάω και να μένω ακίνητος μη τυχόν και τον ξυπνήσω.
Να μου σφίξει το χέρι με δύναμη μέχρι να πονέσω, αλλά να ξέρω ότι το κάνει για να μου πει ότι είμαι εδώ.
Να έχω ένα λόγο να θέλω να μείνω στο σπίτι.
Να έχω ένα λόγο να θέλω να βγω.
Να θέλω να έχω ένα λόγο να ζω την κάθε μέρα, και να περιμένω την επόμενη.

Αυτά όλα όμως δεν θέλω να τα πω σας.

Ήδη μέσα σε πεντε ώρες σας λέω 20 χρόνια σε περίληψη, που ήταν καλά κλεισμένα μέσα μου. Μετά την κάθε φορά αισθάνομαι τελείως απογυμνωμένος, τελείως ευάλωτος, τελείως εύθραυστος. Το οινόπνευμα μου λύνει κάθε βράδυ την γλώσσα. Χώρια που τρελαίνομαι για τις αντιδράσεις σας.

- και για πες; ΔΞ/ΔΑ
- τι γίνεται δηλαδή τώρα; ΔΞ/ΔΑ
- τι λέγατε; ΤΙ ΝΑ ΛΕΜΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ?
- τι κάνατε; ΚΟΥΛΟΥΡΑΚΙΑ ΕΝΙΟΤΕ
- γιατί πονάς; ΠΟΣΟ ΗΛΙΘΙΟΣ ΕΙΣΑΙ?
- γιατί τρώγεσαι; ΕΕΕΕ?
- τι ; ΕΠΙΡΡΗΜΑ? ΜΑΛΛΟΝ
- πως; ΜΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΕΠΙΡΡΗΜΑ ΕΙΝΑΙ

Τίποτα. Τίποτα. Δεν ξέρω μάλλον. Αυτά όλα έχω κάνει, έχω πει, έχει πει. Ναι από το Σεπτέμβριο. Ναι μια φορά μόνο. Ναι. Όχι. Μα ναι μου μίλαγε την άλλη μέρα κανονικά. Μα είχε πει αυτό. Και εκείνο. Και μιλάγαμε (τρόπος του λέγεις – στο msn) ώρες, ώρες, ώρες πολλές, και πριν και μετά, συνέχεια, συνέχεια. Αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι θέλει, τι ψάχνει. Κράταγα πάντα αυτά που ήθελα. Αφού μου είχε πει ότι δεν είναι καλά. Είναι μόνος και, και, και, πολλά ακόμα. Μου γάμαγε το μυαλό. Η κάθε κουβέντα. Ήταν αλλιώτικος. Δεν με ρώτησε ποτέ πόσο τον έχω, τι κάνω, τι δεν κάνω. Μου άρεσε ο άνθρωπος που γνώριζα. Μου γάμαγε το μυαλό.

- Και; ΕΙΜΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ
- τι έγινε; ΕΙΜΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ
- τι στράβωσε; ΕΙΜΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ
- και ; ΕΙΜΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ
- πως; ΕΙΜΑΙ ΜΑΛΑΚΑΣ
- γιατί; ΑΝ ΗΞΕΡΑ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΘΑ ΗΜΟΥΝ ΜΑΛΑΚΑΣ



Δεν Ξέρω. Θέλω να σε δω. Μόνο αυτό θυμάμαι. Θυμάμαι να το λέω κάθε μέρα. Γιατί? Γιατί δεν ήξερα πότε θα ήταν ξανά η τυχερή μου μέρα. Δεν ήξερα αλήθεια. Θέλω να πάμε για καφέ, για ποτό, να περπατήσουμε, όμως πάντα ήταν δύσκολο. Και ζήταγα συνέχεια. Δεν είναι από πείσμα. Δεν είναι η απόρριψη. Δεν είναι εμμονή. Δεν είναι κόλλημα. Δεν μπορεί κανένας σας να καταλάβει. Ούτε και γω ακόμα. Όχι. Αύριο ίσως. Θα δούμε. Και ζήταγα.

- είσαι μαλακας; ΤΟ ΕΙΠΑΜΕ ΑΥΤΟ
- Μα σου έχει ρίξει χυλόπιτα ΕΕΕΕ?
- Μα πόσο διαφορετικά να στο πει. ΠΟΙΟ ΑΚΡΙΒΩΣ?
- Ηλίθιος είσαι; ΤΟ ΕΙΠΑΜΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ
- Τον καταλαβαίνω απόλυτα. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
- Ξέρεις ώρες ώρες πόσο εκνευριστικός και επίμονος γίνεσαι; ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
- Αφού είσαι σπασαρχιδης ρε μαλάκα. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
- Μαλάκα σε γράφει, σε φτύνει τι άλλο θέλεις πια; ΚΕΝΟ
- Σύνελθε θα σου σκάσω μπουκέτο να έρθεις στα ίσα σου. ΜΗΠΩΣ?
- Μα είναι δυνατόν να μην μπορείς καταλάβεις τίποτα. ΕΙΝΑΙ
- Αυτό που έχεις το λένε το σύνδρομο του ηρωα ΤΙ ΑΛΛΟ ΘΑ ΑΚΟΥΣΩ?
- Είναι δυνατόν να γουστάρεις τέτοιο φτύσιμο μετά από όλα όσα έχεις περάσει; ΔΕΝ ΞΕΡΩ
- Σε καταλαβαίνω… ΠΑΛΙ ΚΑΛΑ (ένας ή δύο)
- Τι δεν καταλαβαίνεις ηλίθιε; ΤΙΠΟΤΑ ΠΙΑ
- Δε ντρέπεσαι; ΟΧΙ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ?

Όχι δεν ντρέπομαι, δεν ξέρω αν είμαι ηλίθιος, έμαθα ότι γίνομαι σπασαρχιδης, εκνευριστικός, υστερικός, μαλακας, καραγκιόζης, ότι δεν θέλω να καταλάβω, δεν θέλω. Δεν ξέρω.

Μόλις χτύπησε το τηλέφωνο. Έκλεισε κατά λάθος. Ελπίζω να μην ήσουν εσύ μόνο.
Δεν μπορώ να καταφέρω να δω ποιος ήταν. Μακάρι να μην ήσουν εσύ…

Δεν ντρέπομαι. Δεν ζήταγα επειδή είμαι υστερικός, σπασαρχιδης, κολλημένος, ένας μαλακας με εμμονές. Ζήταγα επειδή δεν ξέρω πότε θα ήταν η τυχερή μου μέρα. Επειδή μπορεί την μέρα εκείνη αν δεν το ζήταγα εγώ, να το ξέχναγες εσύ.

Ζήταγα επειδή οι συμπτώσεις δεν ήταν επιτηδευμένες.
Τις φοβάμαι τις συμπτώσεις.
Πάντα τις φοβόμουν.
Και αν δω καμηλοπάρδαλη ναι θα τη φωτογραφίσω, αλλά θα την κρατήσω για μένα.
Δεν είναι εύκολο να ακούς ξαφνικά κάθε μέρα ότι είσαι σπασαρχιδης, εκνευριστικός. Δεν είμαι. Δεν είμαι λέμε. Λάθη κάνω. Δεν ξέρω πώς να ζηταω. Δεν το έμαθα ποτέ. Από τα λάθη μαθαίνει λένε κανείς. Δεν ξέρω αν έχω μάθει. Θα ήθελα να ξέρω να ζηταω. Μπορεί να είναι σωστό, αυτό που κάποτε είχα διαβάσει σε ένα χαρτάκι ημερολογίου, πως όποιος ζητάει με δειλία, ενθαρρύνει την άρνηση. Όμως δεν είναι σωστό να απαιτώ κιόλας από την άλλη. Απλά ρώταγα. Θα ? Ίσως? Ώρες ώρες σκέφτομαι πως έκανα σαν κακομαθημένο παιδί που ζητάει κάτι.


Δεν ντρέπομαι. Δεν ντρέπομαι για τίποτα, είναι ωραίο να μπορείς να αισθάνεσαι.
Μα κουτουλάς πάνω σε καθρέφτες, δεν το καταλαβαίνεις?
Όχι.
Εκείνη την ώρα μόνο, που πονάω λίγο από το χτύπημα.
Έχω μάθει να ελπίζω, μπορεί να μην ξέρω να ζηταω, μπορεί και να μην μάθω ποτέ.

Είμαι χαρούμενος παρόλα αυτά. Όχι συνέχεια. Αλλά είμαι. Κάνω σαν παιδί. Θυμώνω. Εκνευρίζομαι. Χάνομαι.