18.5.08

ΕΚΘΕΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ "ΠΩΣ ΠΕΡΑΣΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΟΥ" ή ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ

Κυριακή πρωί 9.30.
Χτυπάει το τηλέφωνο.
Το βρίσκω μέσα στα σκεπάσματα. (Τις τελευταίες μέρες το έχω πάντα μαζί μου στο κρεββάτι, μη τυχόν και θελήσεις κάτι μέσα στη νύχτα)
Ήσουν εσύ.
Τι είναι σε ρωτάω τρομαγμένος.
Τίποτα γελάς από την άλλη την άλλη μεριά.
Τότε;
Ετοιμάσου
Γιατί;
Θα πάμε εκδρομή.
Που;
Θα δεις, θα σου αρέσει.
Σε 15 λεπτά είμαι έτοιμος και σε περιμένω.
Φτάνεις με το καινούριο αυτοκίνητο.
Άσπρο, λαμπερό, γυαλιστερό.
Προσπαθώ να καταλάβω αν λάμπεις εσύ ή το αυτοκίνητο πιο πολύ.
Μάλλον εσύ.
Μέχρι και τα αυτιά σου γελάνε.
Μπες γρήγορα.
Που πάμε;
Στο Σούνιο, αφού εκεί σου αρέσει.
Που το ήξερες;
Ξέρεις πόσες φορές μου το έχεις πει;
Άκου πως κορνάρει, άκου άκου!!
Κοίτα πως φαίνεται ο ουρανός από την ηλιοροφή
Σαν παιδί ανήμερα Χριστούγεννα με το καινούριο του παιχνίδι κάνεις
Και τι θα κάνουμε τόσο πρωί στο Σούνιο;
Έχει κρύο για να κολυμπίσουμε.
Θα δούμε.
Μεγάλη διαδρομή, αλλά τόσο όμορφη, και αυτή την φορά, πιο όμορφη από όλες τις άλλες.
Θέλεις να καθίσουμε στην θάλασσα, ή να πάμε πρώτα στις κολώνες;
Στη θάλασσα θέλω, είπα. Ξέρω ένα μικρό λιμανάκι που μάλλον δε θα έχει κόσμο.
Φτάσαμε. Κατεβήκαμε και όντως ήμασταν ολομόναχοι.
Βγάλαμε τα παπούτσια, και ξαπλώσαμε όσο πιο κοντά στο νερό γινόταν.
Να βρέχονται τα πόδια μας.
Δίπλα, δίπλα.
Και μετά άρχισες να μιλάς, συνέχεια.
Δεν έβαζες γλώσσα μέσα.
Έλεγες για τα πάντα. Τις μουσικές σου, τις ζωγραφιές σου, τα φυτά σου, το χώμα, το σιτάρι,
το αυτοκίνητο.
Μίλαγες συνέχεια και έλαμπες, εσύ κι ήλιος από πάνω σου.
Μετά άρχισες να λες για τα ταξίδια που θες να κάνεις.
Σου υποσχέθηκα να σε πάω στην Σικελία. Σύντομα.
Όλη αυτή την ώρα που μίλαγες, είχες τα μάτια ανοιχτά και κοίταζες τον ήλιο.
Δεν ξέρω ποιός έλαμπε πιο πολύ.
Εγώ είχα γυρίσει στο πλάι και σε κοίταζα, δεν ήθελα να μιλήσω καθόλου.
Πρώτη φορά μίλαγες τόσο πολύ, και έλεγες μόνο για χαρούμενα πράγματα, και για σχέδια για το μέλλον
Ούτε αρρώστιες, ούτε καβγάδες, τίποτα.
Φοβόμουν να σε σταματήσω,μη τυχόν και θυμηθείς.
Ξάφνου σηκώθηκες και άρχισες να με βρέχεις. Δεν κουνήθηκα.
Έλα βρέξε με και συ.
Βρέχαμε ο ένας τον άλλον σαν πεντάχρονα, και γέλαγες συνέχεια.
Ξαναξαπλώσαμε να στεγνώσουμε. Πήγα να ανάψω τσιγάρο, ήταν μούσκεμα.
Και τα δικά σου το ίδιo.
Δεν πειράζει, θα το κόψουμε σήμερα, είπες, και σηκώθηκες.
Πάμε στις κολώνες, και άρχισες να τρέχεις. Πιάσε με, πιάσε με.
Με τα πόδια μου είπες θα πάμε.
Και συνέχισες να τρέχεις.
Όταν φτάσαμε, πήγες και κάθησες άκρη άκρη κοντά στο γκρεμό.
Ήρθα και κάθησα δυο μέτρα πιο πίσω.
Μη φοβάσαι, έλα δίπλα μου.
Δεν θέλω, προτιμώ να σε βλέπω.
Εσένα και την θάλασσα. Μαζί.
Και ήταν η πιο όμορφη Κυριακή.

ΟΜΩΣ δεν έγινε έτσι....

Είναι 9.30 το πρωί και ξυπνάω από τους πόνους.
Πλέον έχει μελανιάσει όλη η αριστερή μου πλευρά από το πέσιμο.
Έχει περάσει πάνω από ένα εικοσιτετράωρο, και εξακολουθώ να μην θυμάμαι τίποτα.
Προσπαθώ να ξαναφέρω το βράδυ της Παρασκευής στο μυαλό μου, και όμως το μόνο
που υπάρχει είναι κενό, και κάποια σκόρπια κομματάκια από ό,τι μου περιέγραψαν το Σάββατο.
Μα δε θυμάσαι τίποτα;
Πολύ λίγα πράγματα.
Ότι σε κρατάγαμε να μην πας;
Όχι.
Ότι βγήκες έξω;
Ναι.
Τι έλεγες, τι σου είπε;
Όχι, όχι, τίποτα.
Το χέρι σου που το έκοψες;
Δεν θυμάμαι.
Μου φαίνεται ότι τον χτύπησα, αλλά δεν είμαι και σίγουρος.
Κάτι για τον Προυστ θυμάμαι, κάτι για παϊδάκια μάλλον.
Δεν μπορώ να θυμηθώ.
Μετά πριν φύγεις που λες πάω να τον βρίσω και φεύγω....;
Ότι εσύ του έλεγες κάτι, και αυτός γέλαγε...;
Όχι
Τίποτα.
Που έπεσες, πως έπεσες;
Στο σπίτι, αλλά δεν θυμάμαι πιο πολύ.

Κυριακή όλη μέρα στο κρεββάτι να προσπαθώ να βρω πως να πονάω λιγότερο.
Και πως θα καταφέρω να κοιμηθώ.
Μόλις με έπαιρνε ο ύπνος, άρχιζε να σηκώνεται το κρεββάτι και να χαμηλώνει το ταβάνι.
Και πάλι να ξυπνάω, και να προσπαθώ να θυμηθώ.
Μάταιο.
Το μόνο που θυμάμαι σίγουρα είναι ότι χθες ζήτησα συγγνώμη.
Και είχα και το θράσος να του ζητήσω να το ξεχάσει αυτό που έγινε.
Και είπε ότι έτσι κι αλλιώς δεν έχει νόημα.
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε, και ντράπηκα και φοβήθηκα να ρωτήσω.

Κυριακή αργά το απόγευμα αποφασίζω ότι πρέπει να σηκωθώ όσο και αν πονάω.
Πάνω στο γραφείο βρίσκω το δεύτερο εισιτήριο, ολόκληρο.

Τελικά απορώ ώρες ώρες, αν υπάρχει κάτι που να έχει νόημα.

7 σχόλια:

kostas_patra είπε...

funny games που ξεστήνει το μυαλό ώρες ώρες για να αντέξει η ύπαρξη.
όμορφη ομίχλη κουβαλάς

LieAsADream είπε...

θα έλεγα πως κουβαλάς περισσότερο μια ομιχλώδη αισιοδοξία.Δε χρειάζεται να ξεκαθαρίζουμε τις μνήμες πάντα,ακόμα κι αν έτσι γίνονται πιο θλιμμένες.
Αρκεί η αίσθηση που μας αφήνουν.
Υπέροχο κείμενο

the boy with the arab strap είπε...

το πρωτο κειμενο , μικρες στιγμες ευτηχιας απο αυτες που θελουμε ολοι τοσο απλες ,αλλα σπανιες, συνεχιζω να διαβαζω ,και νομιζω οτι και εγω εχω πεσει καπου και ποναω .....γραφεις πολυ ομορφα!!!!

Totally Stranger In My City είπε...

@ kostas_patra
το μόνο κάκο είναι ότι ενώ όσο προχωρά η μέρα η ομίχλη έπρεπε να διαλύεται, η δική μου πυκνώνει...

@ lieasadream
δεν ξέρω αν γίνονται πιο θλιμμένες, αν τις ξεκαθαρίσει κανείς πάντως τις μνήμες του, γίνονται σίγουρα πιο πικρές...
όσο για αυτούς που κουβαλούν αυτή την ομιχλώδη αισιοδοξία, μου φαινεται πως τους λένε αιθεροβάμονες, και δεν ξέρω αν ειναι καλό ή όχι

@ κρασι & νερο στα ονειρα μας
όχι απλά σπάνιες, εξαιρετικά σπάνιες...
Σ'ευχαριστώ

Ανώνυμος είπε...

υπάρχουν τρόποι αυτοτιμωρίας που μας πηγαίνουν μπροστά κι άλλοι που μας βαλτώνουν. σκέψου το ως μια καλή ευκαιρία να πάψεις να ταλαιπωρείς τον εαυτό σου.

tovenito είπε...

ένα εισητήριο που είχα, το έσκισα και το έκανα πολλά κομμάτια. και πόνεσα. κι ένιωσα και δυνατός. και το μετάνιωσα.
όμως όσα εισητήρια και να έχεις ή να σκίζεις, οι μνήμες ή οι επιθυμίες δεν χάνονται.

Totally Stranger In My City είπε...

@ tovene592
θα συμφωνίσω απόλυτα, και δεν νομίζω να μπορώ να προσθέσω και τίποτα παραπάνω.

@ ανώνυμος
επειδή σε 2 γραμμές μου ήταν λίγο δύσκολο να σου απαντήσω, όλο το επόμενο post, ίσως να μπορέσει...