3.6.13

Λυκαβηττός 12.8.2011


Λυκαβηττός 12.8.2011

7.00 το πρωί στο πόδι. Τα μαξιλάρια μούσκεμα από τον ιδρώτα. Νομίζω ότι ακούω κάποιους να παίζουν Πινγκ πονγκ. Δε μπορεί, η ιδέα μου θα είναι πρωί πρωί. Με τρεις ώρες ύπνο, και το κεφάλι να είναι έτοιμο να εκραγεί. Πίνω νερό, και αρχίζω και σκέφτομαι το ταξίδι στο Βερολίνο. Σε 15 ώρες θα είμαι εκεί. Μόνος τελικά, σε μια άγνωστη πόλη, που βρέχει. Μέσα στο μυαλό μου βροχή από μαλακισμένες σκέψεις. Να με βλέπω να ψάχνω McDonalds να φάω. Θα έχει άραγε McDonalds εκεί; Θα μιλάνε αγγλικά; Θα έχει νερό χωρίς μπουρμπουλήθρες; Θα περπατάω, θα περπατάω κι άλλο. Πόσο θα αντέξω. Είμαι αρκετές μέρες νηστικός. Τα πόδια μου τις τελευταίες μέρες δε τα νιώθω. Θα μένω στο δωμάτιο, σκέφτομαι. Θα ξαναρχίσω να γράφω στο Βερολίνο. Πώς θα καπνίζω όμως; Τέσσερις μέρες δε θα μιλήσω σε άνθρωπο; Άντε πες θα ρωτάω τους περαστικούς που είναι τα αξιοθέατα, τα μαγαζιά, τα bars. Ποια αξιοθέατα; Δεν έχω διαβάσει τίποτα για το Βερολίνο. Θα βγάζω φωτογραφίες; Tί; Ψέματα. Θα γυρίσω και δε θα έχω ούτε μια φωτογραφία. Θα είναι σαν να μην έχω κάνει αυτό το ταξίδι. Θα έχω μισήσει αυτή την πόλη όπως μισείς τα μέρη που περνάς στο διάρκεια του στρατού.

Είσαι μαλάκας. Το λιγότερο που μπορώ να πω. Δεν έπρεπε να γίνει έτσι. Έπαιρνα ρίσκο όταν αποφάσισα να σου κάνω το δώρο. Το ήξερα. Όμως έπρεπε να μπει ένα είδος τέλους. Νόμισα ότι ήταν καλή κίνηση, ένα ρουά που θα με βοηθούσε να κερδίσω την παρτίδα. Όμως το μυαλό σου δουλεύει αλήθεια τόσο περίεργα, που πραγματικά δε ξέρω τι έγινε εκεί μέσα αυτές τις 20 μέρες που είχες να το σκεφτείς.

Πρέπει να πάω, πρέπει να μην σου ξαναμιλήσω. Πρέπει να πάω, και να τα αφήσω όλα εκεί πριν γυρίσω. Αλλά 4 μέρες είναι πολλές. Δε μπορώ να μείνω πια 4 μέρες μόνος εκεί. Το έχω μισήσει προκαταβολικά το μέρος αυτό.

Σηκώνομαι, κι άλλο νερό. Το στόμα μου είναι σαν να έχω γλύψει τασάκι. 4 πακέτα χθες. Ντύνομαι γρήγορα και τρέχω στο αμάξι, σε 2 λεπτά είμαι κάτω από το σπίτι σου. Δε καταλαβαίνω γιατί το κάνω. Ξαναγυρίζω. Βγαίνω στη βεράντα. Κοιτάζω τις γύρω πολυκατοικίες. Όλα κλειστά. Δεκαπενταύγουστος στην Αθήνα. Μόνος. Κι ας είσαι 3 δρόμους παραπέρα. Δε ξέρω τι μου γίνεται, τι πρέπει να κάνω, που να πάω.

Τα λόγια σου χθες ήταν μαχαίρια από αυτά που μπαίνουν σε ανοιχτές πληγές και στριφογυρίζουν. «Δεν μπορώ να περάσω 4 μέρες μαζί σου. Θα είμαι διαρκώς σε υπερένταση, μη τυχόν και γίνει κάτι. Δε θέλω να βάλω τον εαυτό μου σε αυτή την διαδικασία. Είμαι σάπιος. Γιατί δε το καταλαβαίνετε. Δεν μπορώ να δώσω. Δε μπορώ να σε δω σαν φίλο.»

Εσύ τα έλεγες. Εγώ προσπαθούσα. Ήμουν κύριος. Δεν εκμεταλλεύτηκα καταστάσεις. Ίσως και να έπρεπε. Ίσως να έπρεπε να το είχα βάλει στα πόδια. Πολλές φορές. Ίσως πρέπει τώρα να φύγω τρέχοντας.Ξαναξαπλώνω στον καναπέ αυτή την φορά. Πού ετοιμάζομαι να πάω. Τρελός είμαι. Είτε μείνω είτε πάω τρελός. Και δω τι θα κάνω... Μήπως να ετοιμαστώ να πάω στο αεροδρόμιο και να περιμένω. Μήπως έρθεις. Και αποφασίζω εκείνη την ώρα. Αν δεν έρθεις όμως, μετά τι. Γιατί το έκανα τόσο δραματικό;

«Είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορείς να μου κάνεις» σου είπα. «Μη το κάνεις αυτό». Γιατί να μην το κάνω, γιατί σε πληγώνει, σε τρομάζει, γιατί. Γιατί θέλεις να έρθεις και φοβάσαι να τα αφήσεις όλα πίσω; Γιατί; Να τα κάνουμε χειρότερα αποκλείεται. Καλύτερα ίσως. Πρέπει να αντιμετωπίζεις τα προβλήματα είχες πει κάποτε, όχι να τα καλύπτεις. Τι κάνεις τώρα εσύ. Προσποιείσαι ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Είσαι μαλάκας. Και γω μαζί, που πίστεψα ότι με αγαπάς, με ένα δικό σου τρόπο αλλά ότι με αγαπάς. Πώς; Με τι τρόπο; Τι είναι; Πες μου τι είναι;

Αναλαμπή. Πρέπει να τα ακυρώσω όλα. Τώρα. Αμέσως. Γάμα τα λεφτά λέω μέσα μου. Δεν είναι ούτε 8.00 ακόμα. Που να πρωτοπάρω; Πρακτορείο, αεροπορικές, τράπεζες, ξενοδοχεία, αυτοκίνητα. Βουνό μου φαίνεται. Χτίζεις ένα όνειρο - σε σαθρά θεμέλια – και αντί να γκρεμιστεί πρέπει να κάτσεις να το γκρεμίσεις μόνος σου. Κομμάτι κομμάτι. 5 sms σε φίλους. Όλα το ίδιο. «Καλημέρες. Ελπίζω να περνάτε τέλεια. Για να μη μείνεις με την αγωνία, το ταξίδι ακυρώθηκε εντελώς.»

22 Αυγούστου 2008 (Γρανάζι – Μακρυγιάννη)

Μόλις είχα γυρίσει από την Σέριφο εδώ και 2 μέρες. Προσπαθούσα να συνέλθω από ένα χειμώνα που με είχε τσακίσει από κάθε άποψη. Θα ξαναέφευγα για την Σητεία, αλλά οικογενειακά θεματάκια με κρατήσαν πίσω. Ήθελα να δω τον Τάσο να μιλήσουμε. Με ηρεμούσε όταν τον άκουγα και με συνέτιζαν οι παρατηρήσεις του. Με ταρακούναγε τρόπο τινά. Νόμιζα ότι θα καθόμασταν σπίτι του, αλλά ήταν με παρέα που ήθελαν έξοδο. Γρανάζι, είπε κάποιος που είναι και κοντά, που να τρέχουμε. Εκεί σε είδα. Άσπρο πουκάμισο, ξεβαμμένα τζηνς και loafers. Παιδάκι. Έλαμπες, φαινόσουν τόσο ξεχωριστός. Με κοίταζες που και που. Πρόσεχα μη μας πάρει χαμπάρι ο τύπος που ήσουν μαζί του. Τι ήθελες μαζί του; Είχα χαθεί στο γέλιο σου, στο βλέμμα σου, στην αύρα που εξέπεμπες. Φαινόσουν τόσο ξένος εκεί Μέσα στη σαπίλα. Δεν ήξερα, ακόμα δεν ξέρω να φλερτάρω αγνώστους. Σε κοίταζα πραγματικά και γω δε ξέρω με τι είδους βλέμμα. Το κατάλαβες νομίζω και ασχολήθηκες τόσο όσο να με αναστατώσεις περισσότερο και να φύγεις με τον τύπο εκείνο. Έλιωσα. Σε ήθελα. Τα χαράματα πια που ξάπλωσα σε έφερα στην φαντασία μου, να γελάς, να με κοιτάζεις και γω να σε γδύνω και να σε έχω αγκαλιά, να σε κοιτάζω να με κοιτάς.
 
Έτσι είχε ξεκινήσει...

18.5.13

Αράχνες

Αράχνες περίεργες. Νομίζω μέσα στο κεφάλι μου πως δεν είναι πια ένας ιστός. Πολλοί ιστοί. Άσπροι όλοι. Μπλεγμένοι ο ένας με τον άλλον. Σαν διαλυμένο κουκούλι. Ζωύφια περπατάνε. Ξαπλώνω. Δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια μου πάνω από είκοσι λεπτά. Σηκώνομαι. Είναι 6.30. Δεν πρέπει να πιω. Μπορώ να βάλω τα χέρια μου και να τους διαλύσω. Τους αφήνω ακόμα εκεί. Με ενοχλούν. Δε βλέπω καθαρά. Κι όμως δεν τους καθαρίζω. Η συνήθεια; 2009, ο Πίθηκος του Κάφκα, η Πρίζα, ένα ζευγάρι κάλτσες. Φύγε, μη φεύγεις. 2013 πάλι κάτι κάλτσες. Ένα ζευγάρι γυαλιά. Το σιχάθηκα. Ένα χαμόγελο που εκείνη την ώρα ήθελα να σε χαστουκίσω. Και μετά. Και τώρα ακόμα. Πάρε με είπες. Πάρε εσύ όταν μπορείς.

Πονάω μέρες τώρα σε όλα τα κόκαλά μου. Διαρκώς. Δεν έχω ιδέα τι μπορεί να είναι. Φοβάμαι λίγο. Τι κυνηγάω πια; Ένα ρολό κλειστό. Ένα μισάνοιχτο. Τα φώτα σβηστά. Μετά αναμμένα. Μετά ανοιχτά ρολά. Και τζάμια ανοιχτά. Τα μάτια μου χώνονται όλο και πιο βαθειά. Στο κεφάλι μέσα κι άλλες αράχνες.2010, σπίτι σου, δεν ήξερα τι άκουγα, I went everywhere for you. I even painted my toenails for you. I'm in orbit all the way around you, And I would fall out into the night, Can't go a minute without your ...

Σίγουρα έχει αράχνες μέσα στο κεφάλι μου. Ζωντανές. Περπατάνε, τις νιώθω να μου γαργαλάνε την εσωτερική πλευρά του κρανίου. Θέλω να βρω έναν τρόπο να βάλω το χέρι μου μέσα στο κεφάλι μου. Να το ξύσω μέχρι να ματώσει. Να χωθούν στα νύχια μου μέσα οι αράχνες σκοτωμένες, πολτοποιημένες.

Τόση ώρα και δεν σταματάει. Νόμιζα πως είχε τελειώσει. Ένα ξεκούρδιστο βιολί ήρθε να κάνει παρέα στις αράχνες. Αυγά σπασμένα που τρέχει το ασπράδι παντού σιχαμένο. Και οι αράχνες με γαργαλάνε ακόμα. Ας φύγει κάποιος ή ας σπάσει κάποιος το βιολί. Πρέπει να τελειώσω.

Σήμερα ένοιωσα σαν παιδάκι που πεινάει έξω από μια βιτρίνα με γλυκά ή με ζουμερά κοτόπουλα. Με πήρε από το χέρι. Έλα να πεις γεια. Ήρθα. Είπα γεια. Μετά δεν ήξερα τι άλλο να πω. Μετά είχαν αρχίσει να έρχονται οι αράχνες. Το χαμόγελο με πάγωσε. Έφυγα. Αλλά δεν μπορώ να σηκώσω πια τα πόδια μου να κάνω βήματα. Σαν να έχω μείνει εκεί.

Οι ιστοί νομίζω έχουν αρχίσει να αντικαθιστούν τον εγκέφαλο. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να βάλω το χέρι μου μέσα.

12.5.13

A Single Man

Ξαφνικά αυτό που παρακαλούσες γίνεται…

Ξαφνικά ο άνθρωπος που ήταν η έμπνευσή σου, που ξύπναγες και ήταν η πρώτη σου σκέψη, που ξάπλωνες και ήταν στο μυαλό σου, που στοίχειωνε τον ύπνο σου, ξαφνικά σου ζητάει να του δώσεις ξανά το χέρι που κάποτε άπλωνες για να βοηθήσεις.
Θα είναι αρκετά χρόνια…
Επέμενα πως δεν κλωτσάς έναν άνθρωπο που βουλιάζει.
Δίνεις το χέρι λοιπόν.
Δε ξέρεις τι να περιμένεις, τι να ευχηθείς…
Δίνεις το χέρι απλά…
Ακούς ένα ευχαριστώ που έπρεπε να έχεις ακούσει χρόνια πριν…
Κανένα συναίσθημα…
Λίγο πίκρα ίσως…
Ούτε καν παράπονο…
Μια αδιόρατη περιέργεια για την συνέχεια…
Και αρχίζεις μόνος σου την αποκαθήλωση…
Ήρεμα, κομμάτι κομμάτι…
Γκρεμίζεις τον μύθο που εσύ είχες πλάσει…
Δεν έχεις καν την περιέργεια να επεξεργαστείς τα κομμάτια που ξεκρεμάς…
Απλά τα ακουμπάς κάτω, το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς ευλάβεια, απλά με προσοχή…
Με προσοχή μην τυχόν και σαπίσουν περισσότερο…
Δεν έζησες το όνειρο…
Απλά είσαι εκεί τώρα να δεις την συνέχεια, που δεν ξέρεις αν θέλεις να δεις όμως πια…
Σε άκουγα, να μου μιλάς ή να μονολογείς, χθες την ώρα που με είχε πάρει ο ύπνος στην αγκαλιά σου…
Κανένα σκίρτημα…
Τι κυνηγάς…;
Τι ψάχνω…;
Τι είναι όλο αυτό πάλι…;
Έχει αρχίζει και με φοβίζει κάτι, απροσδιόριστο μακρινό ίσως, που δεν έχει σχέση με σένα, εσύ μόνο για κάποιο λόγο ζωντάνεψες τον εφιάλτη…

Ένας, μόνος, μονός, εφιάλτης…

3.2.13

Νομίζω μείον 366

Πότε πέρασε ένας χρόνος. Ολόκληρος. Μικρά διαλείμματα. Έχω ακόμα την έννοια σου. Αλλά πιά δεν ξέρω τι θέλω. Δε ξέρω αν σε θέλω. Θέλω να σε βλέπω μόνο που και που. Και ας μην με βλέπεις εσύ. Να βλέπω ότι είσαι καλά. Οτι είσαι εδώ.

Δε σου μιλάω πια τα βράδια. Σε σκέφτομαι λίγο πριν κοιμηθώ και το πρωί μολίς ανοίξω τα μάτια μου σχεδον πάντα. Γέρασα μέσα σε αυτόν τον χρόνο. Το βλέπω στον καθρέφτη. Μάλλον σταματάτησα να κοιτάζω  τον καθρέφτη για να μην το βλέπω. Λεπτές γραμμες κάτω απο τα μάτια μου. Ασπρα γένια. Δυο βαθιές γραμμές ανάμεσα στα φρύδια μου. Τα μάτια μου νομίζω πια πως έχουν μια διαρκή θολή όψη. 

Περπατάω όμως πιο όρθιος, δε σκύβω, δε καμπουριάζω πια. Είμαι σίγουρος πως το έχεις προσέξει. Κι ας είναι το βάρος πολύ ώρες ώρες. Δε σου κρατάω κακία πια πάντως. Νομίζω. Απλά θέλω να καθομασταν κάπου ήσυχα, ίσως στο Θυμάρι διπλα διπλα και να μην μιλάγαμε, μόνο να ακούγαμε μουσική και να βλέπαμε τη θάλασσα και τα αεροπλάνα.

Με θυμήθηκες και το περιμένα. Χάρηκα, οχι πολύ αλλά χάρηκα. Πάντα χαίρομαι με τις εκπλήξεις και με τα δώρα. Χάρηκα και προχθές που σε είδα. Θα σε πάρω να δεις το μ ουστάκι μου όταν μεγαλώσει είπες. Να πάρεις, και να έρθεις να δεις και το σπίτι σκέφτηκα, δε μίλησα όμως. Δε μιλάω πια. Μπορεί να περασει και ένα ένα σαββατοκύριακο ολόκληρο και να μιλήσω μόνο στην κυρία στο ταμείο του σούπερ μάρκετ.

Σήμερα μαγείρεψα σαν να σε περίμενα. Εφαγα μόνος στην τραπεζαρία. Κρασί δεν ήπια. Δεν πίνω πια όταν είμαι μόνος. Φοβάμαι. Χτύπαγε και το τηλεφώνο. Οχι πολύ αλλά μαλλον με θυμήθηκαν αρκετοί. Δεν απάντησα πάρα σε ελάχιστα. Δεν είχε και νόημα ιδιαίτερο. Μου άρεσε που δεν μιζέριασα. Ήθελα να είχα πάει και καμιά βόλτα, αλλά νύσταζα συνέχεια.

Πήγα όμως γυμναστήριο. Έβλεπα τα παιδιά που συνέλαβαν, στις ειδήσεις όση ώρα έκανα διάδρομο. Δε τα αδικώ. Δε τους θεωρώ κοινούς εγκληματίες. Προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο. Τον κόσμο που η γενιά μου έφτασε εδώ που είναι. Κενότητα, διρκές κυνήγι του τίποτα, του μάταιου, της ύλης, των ανούσιων θέλω. Και ο κόσμος αντί να πηγαίνει μπροστά να πηγαίνει διαρκώς πιο πίσω. Χθες διπλα στην Χρυσοσπηλιώτισσα εφαγα μια γροθιά γερή στο στομάχι. Μια κυρία καλοβαλμένη σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Τουλάχιστον 70. Πολύ περιποιημένη και μια πιο νέα σαν νοσοκόμα. Η μεγάλη έτρωγε ενα κουλουρη και η αλλή έψαχνε ένα λόφο σκουπιδιών. Το μόνο που παρακάλεσα ήταν να μην είχαν βρει το κουλούρι στα σκουπίδια. Σκεφτηκα να τιε ρωτήσω αν χρειαζόντουσαν κάτι. Ντράπηκα. Αν δεν είχαν ανάγκη σκέφτηκα, θα ήταν σαν να τις προσβάλω. Εφυγα.

Θέλω να περπατάω χωρίς σταματημό, απο όλους τους δρόμους που περπατήσαμε.

Για κάποιο λόγο σταμάτησα να γράφω, και έπεσα πάνω σε αυτό

Στες σκάλες

Την άτιμη την σκάλα σαν κατέβαινα,
από την πόρτα έμπαινες, και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες.
Έπειτα κρύφθηκα να μη με ξαναδείς, και συ
πέρασες γρήγορα το πρόσωπό σου κρύβοντας,
και χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα
όπου την ηδονή δεν θά 'βρες, καθώς δεν την βρήκα.

Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ' τον δώσω·
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το 'παν
τα κουρασμένα και ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν·
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν.
Aλλά κρυφθήκαμε κ' οι δυο μας ταραγμένοι.

(Από τα «Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923» Κωνσταντίνος Καβάφης, Ίκαρος 1993)

Μια αγκαλιά σου σφιχτή, να νιώσω την καρδιά σου στο στέρνο μου. Την ανάσα σου στον λαιμό μου. Το σφίξιμό σου στο μπράτσο μου.

Χτυπάει ένας συναγερμός από το πρώι. Η Nina Simone τον σκεπάζει. Lilac Wine. Θα βάλω να πιω, να είναι το πρωί το στόμα μου στεγνό και ξερό. Και κόκκινο. Θέλω να σε δω αποψε στον ύπνο μου. Θέλω να καταφέρω να με δεις και συ. Αλλά να μην είναι στοιχιωμένα τα ονειρα κανενός μας.