15.1.08

Γιατί άραγε

Τελείωσαν όλα. Καιρός ήταν πια. Και τώρα τι; Φως; Σκοτάδι; Κάθισα απέναντι από την πόρτα σου, στην Αλέα, πιο μακριά λίγο, δε θα με δεις πιστεύω, και περιμένω. Τι περιμένω, δεν έχω ιδέα. Κοιτάζω την πόρτα. Δεξιά δεν μπορώ να κοιτάξω, είναι ο άλλος με παρέα… το κέρατό μου. Ο ανεμιστήρας γυρίζει διαρκώς πάνω απ'το κεφάλι μου χωρίς νόημα. Η ανακύκλωση του καυτού αέρα είναι μάλλον χειρότερη. Ο αέρας μυρίζει καμένο ψωμί.. Κοντεύει η ώρα που θα φύγεις. Τι περιμένω ήθελα να'ξερα. Ήθελα να είχα φορέσει κατάμαυρα - μέσα στον καύσωνα. Έτσι κι αλλιώς όλοι με κοιτάνε πάντα. Μήπως πρέπει να ξυρίσω το κεφάλι μου πάλι. Άνοιξε η πόρτα και βρήκε ένα σωρό κόσμος από μέσα. Δεν τους είχα ξαναδεί ποτέ. Εσύ δεν ήσουν πουθενά. Πιο χάλια δεν γινόταν να τα έχω κάνει.

Σιχαίνομαι τα περιστέρια, τι νόημα έχουν; Τι νόημα έχουν πολλά πράγματα άλλωστε;

Η πόρτα άνοιξε ξανά αλλά τίποτα. Μήπως πρέπει να φύγω αντί να περιμένω. Μισώ τα στερεότυπα και όμως λειτουργώ με βάση αυτά. Κάτι δεν πάει καλά, και δεν φταίει η ζέστη γι'αυτο. Από τη μια μεριά δεν θέλω να με δεις όταν βγεις, και από την άλλη περιμένω πως και πως να συναντηθούνε τα βλέμματα, για να μπορέσω να καταλάβω κάτι. Τώρα μη με ρωτήσεις τι είναι αυτό το κάτι. – η απόρριψη σου, η συγγνώμη σου, η απέχθεια σου, η αδιαφορία, η συγκατάβαση, δεν έχω ιδέα και δεν μπορώ να φανταστώ και κάτι.

Ένα συναίσθημα θέλω, ότι και να είναι. Ένα βλέμμα σου…, κάτι .

Θυμάμαι πως φωτιζόταν το δικό μου πρόσωπο κάθε φορά που με κοίταζες, που μου χαζογέλαγες, εκείνη την μια φορά που μου έκλεισες το μάτι, ή την πρώτη φορά που μου είπες καλημέρα. Λύγισαν τα γόνατα μου. Δυστυχώς δεν πρόλαβα να καταλάβω τι γινόταν, γιατί γινόταν και τι ρόλο είχε ο καθένας μας μέσα σε αυτή την ιστορία. Και μάλλον δε θα το μάθω ποτέ. Ίσως είναι και καλύτερο να μείνω με την ανάμνηση του καλημέρα, με την ανάμνηση από το κλείσιμο του ματιού. Με την εικόνα από το πλατύ σου χαμόγελο, από τα ματιά σου που δεν κατάλαβα ποτέ ούτε χρώμα είχαν, όυτε τι ήταν αυτό που ήθελαν να πουν. Ήταν όμως πάντα γεμάτα σπιρτάδα, γεμάτα κίνηση, γεμάτα μια λάμψη υγρή.

Δεν βγήκες ποτέ τελικά εκείνο το μεσημέρι.

Οκτώ μέρες έχουν περάσει. Όλες αυτές τις μέρες οι ματιές μας διασταυρωθήκαν μια φορά. Με κοίταξες με ένα βλέμμα περίεργο. Στεναχωρημένο και απορίας μαζί θα έλεγα. Σαν κουτάβι ή κάτι τέτοιο τελωσπάντων. Δεν ξέρω αν ήταν αυτό που περίμενα.

Οι μέρες πέρναγαν. Και δυστυχώς δεν ήταν ίδιες πια. Μέχρι τώρα είχα κάτι να περιμένω. Γέμιζα τις ώρες με την προσμονή της κάθε συνάντησης. Τώρα ήταν άδειες. Συναντηθήκαμε πέντε έξι φορές μέσα στο μήνα. Τίποτε όμως δεν ήταν ίδιο πια. Σχεδόν πάντα κατέβαζες το βλέμμα σου πριν καν με πλησιάσεις. Δυο φορές μόνο καρφωθήκαμε, πάντα ήσουν απορημένος, την πρώτη φορά κιόλας δεν άντεξες καν, και χαμήλωσες το βλέμμα. Ήταν πάντως από της λίγες φορές στη ζωή μου που δεν χαμήλωνα εγώ τα μάτια μου. Απορούσα με τον εαυτό μου και το κουράγιο που έβρισκα να το κάνω.

5 σχόλια:

kostas_patra είπε...

ο χρόνος και τα μάτια παίζουν περίεργα παιχνίδια όταν εσύ τα παίρνεις σοβαρά.
ο χρόνος συμπεριφέρεται αντιθετικά, κυλώντας σαν μέλι ή σαν ποτάμι, ακριβώς αντίθετα από ότι θέλεις και σχεδιάζεις, ενώ τα μάτια μπορούν με μια σιωπή να καταμαρτυρήσουν όλα όσα εσύ φοβάσαι και φαντάζεσαι, όλα αυτά που τα λόγια ποτέ τους δεν θα πούν, αλλά,
that's life..
πότε θα είσαι στη μια μεριά, πότε στην άλλη.

Totally Stranger In My City είπε...

απλά πάντα σου αρεσει η μια μερια πιο πολυ απο την αλλη...

kostas_patra είπε...

οι ρόλοι του θύτη και του θύματος,
έχει ο καθένας τη χάρη του, πότε μπορείς το άδικο να υπομείνεις είτε το άδικο να αντέξεις να πράξεις, δεν βλέπεις μόνο τον ένα ρόλο να επικρατεί σε κάθε υποκριτη και οι δύο εκφράζονται,αναλόγως της κάθε φοράς το συμφέρον.

ps.email και λεκτική επαλήθευση;

kostas_patra είπε...

από τα πολύ αληθινά κείμενα, που δεν χορταίνω να ξαναδιαβάζω

Totally Stranger In My City είπε...

περυσι το καλοκαίρι, πρεπει να ηταν τετοια εποχη οταν το ειχα γραψει, ημουν στο καφε που περιγραφω, το ζουσα και το εγραφα σε χαρτοπετσετες περιμενοντας...