12.9.08

Love within

Βασισμένο στην φωτογραφία του Spacie, Love within






Δεν θέλω να φύγεις απόψε.
Αφού το ξέρεις ότι δεν γίνεται.
Το ξέρω, αλλά δεν θέλω.
Θέλω το πρωί που θα ξυπνήσω να είσαι ακόμα δίπλα μου.
Κι εγώ θέλω, αλλά δεν γίνεται.
Δεν μου αρέσει να μένω μόνος μου.
[Έτσι όπως φεύγεις κάθε βράδυ, με κάνεις και αισθάνομαι σαν πουτάνα]
Μη, θα μου κάνεις σημάδι.
Αφού είσαι μόνο δικός μου.
Ναι, αλλά τότε γιατί δεν μένεις εδώ;
Θέλω ένα πρωί να ξυπνήσω και να μην έχεις φύγει.


10.9.08

Girl by the Port

Βασισμένο στην φωτογραφία του Spacie, Girl by the Port



5.30 το πρωί ξυπνητήρι.
Όχι ότι είχε κοιμηθεί καθόλου το προηγούμενο βράδυ.
Στις 7.00 έπρεπε να είναι στο λιμάνι. Το περίμενε πως και πως το ταξίδι αυτό. Ήταν τρία χρόνια που είχε να φύγει. Τρία χρόνια με αρρώστιες, με φοβίες, με χωρισμούς, με πληγές βαθιές, με θάνατο. Τρία χρόνια τόσο δύσκολα, που ακόμα και η ιδέα των διακοπών, της φαινόταν ακατόρθωτη. Δεν θα μπορούσε να ανεχτεί κανέναν, και να την ανεχτεί κανείς για πάνω από μερικές ώρες. Έτσι είχε κάνει τον εαυτό της να πιστεύει, και είχε καταφέρει σιγά σιγά να το περνά και στους γύρω της.
Όλοι την φόβιζαν. Και τα απομεινάρια των γνωριμιών του παρελθόντος, και όσοι την πλησίαζαν. Όλοι και όλα. Τρία χρόνια τώρα, αρπάζονταν από οποίον ήταν διατεθειμένος να την ακούσει έστω και για λίγο, να της δείξει λίγο ενδιαφέρον, και με το που αισθανόταν το παραμικρό δέσιμο, κατευθείαν γινόταν άφαντη. Δεν άφηνε τον εαυτό της να δεθεί, να δοθεί, να εμπιστευτεί. Δεν ήθελε να ξαναπονέσει. Δεν έπρεπε να ξαναπονέσει. Δεν άντεχε να ξαναπονέσει.
Μόνο το αλκοόλ εμπιστευόταν πια, τα χάπια της, και τις άσπρες γραμμές που και που. Ξέχναγε, άδειαζε. Της άρεσε αυτό το κενό. Κενό μνήμης, κενό συναισθημάτων, κενό αισθήσεων. Μισούσε τις ώρες που το κενό έφευγε και που καθάριζαν τα σύννεφα, γιατί τότε ήταν που έβλεπε τις πληγές, γιατί τότε ήταν που ένοιωθε πως χρειαζόταν έναν άνθρωπο.
Σε μια τέτοια στιγμή σκέφτηκε πως πρέπει να φύγει μακριά από όλα. Στην αρχή δεν πίστεψε ότι σκέφτηκε κάτι τέτοιο. Το επόμενο μεσημέρι, με το που ξύπνησε, ήταν πάλι η ιδία σκέψη καρφωμένη στο μυαλό της. Προσπάθησε να σκεφτεί άλλα πράγματα. Όμως εκεί. Το ταξίδι γύρναγε ξανά και ξανά.
Πού;
Όπου με βγάλει.
Μα δεν πρέπει, δεν έχει νόημα.
Έτσι κύλισαν μερικές μέρες που προσπαθούσε να το διώξει μακριά. Δεν τα τα κατάφερνε. Την τέταρτη μέρα, κατάφερε να κοιμηθεί χωρίς εφιάλτες, χωρίς να ξυπνήσει βουτηγμένη στον ιδρώτα, πρώτη φορά μετά από καιρό, είχε χαθεί σε ένα ύπνο χωρίς διακοπή, και χωρίς καν να έχει πιει σταγόνα, χωρίς να έχει πάρει ούτε ένα χάπι.
Ξύπνησε και αισθανόταν ήρεμη, το πρόσωπο της δεν ήταν σφιγμένο όπως άλλες φορές. Και το μυαλό της εκεί πάλι, στο ταξίδι. Αυτό ήταν. Το αποφάσισε, θα έφευγε την επόμενη, χωρίς προορισμό.
Για όπου, για όσο…
Στις 7.00 ήταν στο λιμάνι, και περίμενε το πρώτο πλοίο που θα ερχόταν, να μπει και να ξεκινήσει.
Για να γεμίσει…

6.9.08

Playing with matches (2)



Θέλω να ευχαριστήσω τον Spacie για την φωτογραφία που μου έστειλε χθες, σαν σχόλιο στην χθεσινή ανάρτηση.

5.9.08

Playing with matches

Χαζεύοντας σε διάφορα blogs τον τελευταίο καιρό ανακάλυψα τον Spacie, και τις φωτογραφίες του, εικόνες που σου μιλάνε από μόνες τους με την πρώτη ματιά, και διαβάζοντας ένα από τα σχόλια που του είχαν αφήσει, μου γεννήθηκε η ανάγκη κάποιες από αυτές τις εικόνες, να τις μετατρέψω σε λέξεις, στις λέξεις που άρχιζαν να σχηματίζονται μέσα στο μυαλό μου.

Η πρώτη από όλες που γέννησε την ανάγκη αυτή, ήταν το Playing with matches.



και να το αποτέλεσμα:

Αύγουστος, 13. Στην μια την νύχτα. Το σώμα της γυαλίζει από τον ιδρώτα, τα ρούχα της κολλάνε πάνω στο κορμί της. Γυρίζει το κλειδί στην πόρτα. Γκάζι - Εξάρχεια, μισή ώρα με τα πόδια. Το σπίτι εδώ και μήνες σχεδόν όπως την πρώτη βδομάδα που μετακόμισε. Κούτες, με άγνωστο περιεχόμενο. Μισοανοιγμένες βαλίτσες με ρούχα. Κι άλλα ρούχα και παπούτσια στο πάτωμα. Από το ταβάνι κρέμονται γυμνοί οι γλόμποι. Τασάκια γεμάτα και στοίβες από βιβλία.

Πατάει ένα διακόπτη. Τίποτα. Πάει στο υπνοδωμάτιο πατάει και εκεί τον διακόπτη. Πάλι τίποτα. Το έκοψαν οι πούστηδες σκέφτεται. Πάει στα τυφλά στη κουζίνα να βρει κάτι να πιει. Πιάνει ένα μπουκάλι. Το πρώτο που βρήκε μπροστά της. Βγάζει τον φελλό. Δοκιμάζει από το μπουκάλι. Μαυροδάφνη.

Σέρνεται ως την βεράντα. Το ίδιο χάος και κει, όπως και μέσα στο διαμέρισμα, όπως και στο μυαλό της. Ένα τραπέζι φορμάικα άσπρη, κληρονομιά του προηγούμενου ενοικιαστή, και δυο μισοδιαλλειμένες παράταιρες καρέκλες, δικές της αυτές. Κάθεται, στρίβει τσιγάρο. Ψάχνει στην τσέπη για σπίρτα. Θυμάται ότι της τέλειωσαν στον δρόμο για το σπίτι. Πίσω στην κουζίνα, βρίζοντας. Ψάχνει στα τυφλά πάλι. Βρίσκει ένα κουτί.

Ξανά στην βεράντα. Ανοίγει το κουτάκι, και βγάζει το πρώτο. Καμμένο. Καμμένο και το δεύτερο. Οκτώ καμμένα στη σειρά. Δεν απορεί που είναι καμμένα. Απορεί γιατί, χρόνια τώρα ξαναβάζει πάντα τα καμμένα σπίρτα πίσω στο κουτί τους. Πάντα.

Αδειάζει σιγά σιγά όλο το κουτάκι, όχι ότι είχε και πολλά ακόμα, και αρχίζει να τα ακουμπάει πάνω στην άσπρη φορμάικα. Στη σειρά στην αρχή. Σε σχηματισμούς μετά. Μετά πάλι στην σειρά. Κάθε ένα το τοποθετεί ανάλογα με το μήκος του άκαυτου ξύλου, το ταυτίζει με μια ιστορία, με ένα φλερτ, με μια σχέση, με ένα πήδημα. Σαν τα σπίρτα κι αυτά που ανάβουν, φουντώνουν, και μετά άλλα σιγοσβήνουν, άλλα σβήνουν ξαφνικά με μια απότομη λάμψη και άλλα καίγονται μέχρι κάτω, καίγοντας το χέρι που τα κράταγε, αφήνοντας μόνο κάρβουνο και βρώμα στο τέλος.

Προσπαθεί να βάλει σε τάξη τα σπίρτα, να βάλει σε τάξη το χάος του μυαλού της και τα παιχνίδια που της παίζει, πάντα τέτοιες ώρες. Βρίσκει τρία άκαυτα. Τα κοιτά αποβλακωμένη. Για ώρα. Δεν μπορεί να αποφασίσει ποιο να διαλέξει για να ανάψει. Παιδεύεται ώρα μέχρι που καταφέρνει να τα στήσει όρθια.

Με όποιο πέσει πρώτο σκέφτεται. Με αυτό θα ανάψει. Πέφτει το δεξί. Το ανάβει, ανάβει και το τσιγάρο μετά, και το αφήνει να καίγεται. Πριν σβήσει μόνο του, ανάβει το ένα από τα δυο που έχουν μείνει όρθια. Το τελευταίο θα το κρατήσει.

Για αύριο...

...για την καινούρια αρχή.