Χαζεύοντας σε διάφορα blogs τον τελευταίο καιρό ανακάλυψα τον
Spacie, και τις φωτογραφίες του, εικόνες που σου μιλάνε από μόνες τους με την πρώτη ματιά, και διαβάζοντας ένα από τα σχόλια που του είχαν αφήσει, μου γεννήθηκε η ανάγκη κάποιες από αυτές τις εικόνες, να τις μετατρέψω σε λέξεις, στις λέξεις που άρχιζαν να σχηματίζονται μέσα στο μυαλό μου.
και να το αποτέλεσμα:
Αύγουστος, 13. Στην μια την νύχτα. Το σώμα της γυαλίζει από τον ιδρώτα, τα ρούχα της κολλάνε πάνω στο κορμί της. Γυρίζει το κλειδί στην πόρτα. Γκάζι - Εξάρχεια, μισή ώρα με τα πόδια. Το σπίτι εδώ και μήνες σχεδόν όπως την πρώτη βδομάδα που μετακόμισε. Κούτες, με άγνωστο περιεχόμενο. Μισοανοιγμένες βαλίτσες με ρούχα. Κι άλλα ρούχα και παπούτσια στο πάτωμα. Από το ταβάνι κρέμονται γυμνοί οι γλόμποι. Τασάκια γεμάτα και στοίβες από βιβλία.
Πατάει ένα διακόπτη. Τίποτα. Πάει στο υπνοδωμάτιο πατάει και εκεί τον διακόπτη. Πάλι τίποτα. Το έκοψαν οι πούστηδες σκέφτεται. Πάει στα τυφλά στη κουζίνα να βρει κάτι να πιει. Πιάνει ένα μπουκάλι. Το πρώτο που βρήκε μπροστά της. Βγάζει τον φελλό. Δοκιμάζει από το μπουκάλι. Μαυροδάφνη.
Σέρνεται ως την βεράντα. Το ίδιο χάος και κει, όπως και μέσα στο διαμέρισμα, όπως και στο μυαλό της. Ένα τραπέζι φορμάικα άσπρη, κληρονομιά του προηγούμενου ενοικιαστή, και δυο μισοδιαλλειμένες παράταιρες καρέκλες, δικές της αυτές. Κάθεται, στρίβει τσιγάρο. Ψάχνει στην τσέπη για σπίρτα. Θυμάται ότι της τέλειωσαν στον δρόμο για το σπίτι. Πίσω στην κουζίνα, βρίζοντας. Ψάχνει στα τυφλά πάλι. Βρίσκει ένα κουτί.
Ξανά στην βεράντα. Ανοίγει το κουτάκι, και βγάζει το πρώτο. Καμμένο. Καμμένο και το δεύτερο. Οκτώ καμμένα στη σειρά. Δεν απορεί που είναι καμμένα. Απορεί γιατί, χρόνια τώρα ξαναβάζει πάντα τα καμμένα σπίρτα πίσω στο κουτί τους. Πάντα.
Αδειάζει σιγά σιγά όλο το κουτάκι, όχι ότι είχε και πολλά ακόμα, και αρχίζει να τα ακουμπάει πάνω στην άσπρη φορμάικα. Στη σειρά στην αρχή. Σε σχηματισμούς μετά. Μετά πάλι στην σειρά. Κάθε ένα το τοποθετεί ανάλογα με το μήκος του άκαυτου ξύλου, το ταυτίζει με μια ιστορία, με ένα φλερτ, με μια σχέση, με ένα πήδημα. Σαν τα σπίρτα κι αυτά που ανάβουν, φουντώνουν, και μετά άλλα σιγοσβήνουν, άλλα σβήνουν ξαφνικά με μια απότομη λάμψη και άλλα καίγονται μέχρι κάτω, καίγοντας το χέρι που τα κράταγε, αφήνοντας μόνο κάρβουνο και βρώμα στο τέλος.
Προσπαθεί να βάλει σε τάξη τα σπίρτα, να βάλει σε τάξη το χάος του μυαλού της και τα παιχνίδια που της παίζει, πάντα τέτοιες ώρες. Βρίσκει τρία άκαυτα. Τα κοιτά αποβλακωμένη. Για ώρα. Δεν μπορεί να αποφασίσει ποιο να διαλέξει για να ανάψει. Παιδεύεται ώρα μέχρι που καταφέρνει να τα στήσει όρθια.
Με όποιο πέσει πρώτο σκέφτεται. Με αυτό θα ανάψει. Πέφτει το δεξί. Το ανάβει, ανάβει και το τσιγάρο μετά, και το αφήνει να καίγεται. Πριν σβήσει μόνο του, ανάβει το ένα από τα δυο που έχουν μείνει όρθια. Το τελευταίο θα το κρατήσει.
Για αύριο...
...για την καινούρια αρχή.