Πόσο πολλά συναισθήματα μπορεί να αισθανθεί κανείς μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Πάει μια βδομάδα που συναντηθήκαμε μετά από πολύ καιρό. Ήταν μια συνάντηση που την ήθελα, μα που την φοβόμουν κιόλας. Στο ζήταγα καιρό, κι ας ήξερα πως θα μου κόβονταν τα γόνατα μόλις σε έβλεπα. Και έτσι και έγινε. Μόλις σας είδα να φτάνετε, νόμισα πως κάποιος είχε βάλει μια κουτάλα μέσα μου , και ανακάτευε τα σωθικά μου. Άργησες να με δεις. Παρακαλαγα να μη με έβλεπες καθόλου. Σε κοίταξα, με κοίταξες, σου κούνησα πρώτος το χέρι, και συ αμέσως μετά, με έκπληξη εσύ, με φόβο εγώ.
Χάθηκα μέσα στο bar, μέχρι που πήρε η Ζ. τηλέφωνο:
-Βγες έξω τώρα.
Έτρεμα. Βγήκα. Δεν μπορούσα να ακολουθήσω τα ίδια μου τα βήματα. Ντρεπόμουν, φοβόμουν, έτρεμα. Δεν ήξερα τι θα άκουγα. Δεν θυμόμουν τίποτα από όλα όσα ήθελα να σου πω. Δεν μπορούσα να σε κοιτάξω, κι όμως ήθελα εκεί μπροστά σε όλο τον κόσμο να σε φιλήσω, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να μη σε αφήσω ποτέ.
Ξαφνικά βρέθηκες διπλά μου, και άρχισες να μιλάς, να παραληρείς πιο σωστά.
Είχες πιει. Και γω είχα καταπιεί τη γλώσσα μου. Άκουγα μόνο. Όποτε πήγαινα να πω κάτι, έπαιρνες ακόμη πιο πολλή φόρα.
Φοβόμουν. Έτρεμα. Χαιρόμουν. Λυπόμουν. Μετάνιωνα. Βούρκωνα. Ήθελα να γυρίσω το χρόνο πίσω. Να ζητήσω συγγνώμη. Να σε χαστουκίσω. Να σε αγκαλιάσω. Να διορθώσω όλα τα λάθη που είχα κάνει, και που στα έλεγα, για να σου κεντρίσω την προσοχή. Να μην έχω πει στη Ζ. ούτε μια από τις σαχλαμάρες που της είχα πει για να ζηλέψεις. Ήθελα να σε πάρω από το χέρι να φύγουμε, οι δυο μας. Και όμως δεν έκανα τίποτα από όλα αυτά. Καθόμουν απλά και σε άκουγα, σαν κουτάβι που το μαλώνουν, μόνο και μόνο για να σε ακούω. Δεν ήξερα καν αν θα ήταν η τελευταία φορά, που σε έβλεπα, που σε άκουγα να μου μιλάς.
Ήθελα να σου πω όλα αυτά που σκεφτόμουν τόσο καιρό, που τα σχεδίαζα, και όμως δεν έβγαιναν από το στόμα μου οι λέξεις.
Και ύστερα άρχισες να μου δείχνεις φωτογραφίες. Μου έδειξες και τον Γ. Δε ξέρω γιατί το έκανες. Με πόναγες συνέχεια.
Ο κόσμος μας κοίταζε. Οι φίλες σου το έβρισκαν απίστευτα αστείο, αυτό σου το ξέσπασμα. Ντρεπόμουν. Πολύ. Κάποια στιγμή έφυγαν. Και πήρα σειρά. Άρχισα να μιλάω και να λέω, ούτε που θυμάμαι πια τι. Μόνο ότι κράταγα με το ζόρι τα δάκρυα μου. Μόνο αυτό θυμάμαι. Δεν ήθελα να με δεις να κλαίω. Δεν ήθελα να ξέρεις ότι δεν είμαι δυνατός. Ήθελα να σου πω ότι δεν έχω αισθανθεί ποτέ στη ζωή μου έτσι. Χαρούμενος, λυπημένος, εκνευρισμένος, τρομαγμένος, δυνατός, αδύναμος, ένοχος, αδικημένος, ερωτευμένος. Όλα αυτά μαζί. Και άλλα τόσα. Και άλλα τόσα ακόμα.
Δεν είσαι εμμονή. Να το ξέρεις αυτό. Είσαι το πιο γλυκό, και το πιο δυνατό που έχω ζήσει. Και θέλω να το ζήσω μέχρι τέλους.
Την άλλη μέρα χάρηκα τόσο που μου μίλησες, έστω και για να μου πεις να πάμε στο νοσοκομείο. Και χάρηκα ακόμα πιο πολύ όταν δεν πήγαμε, και περπατήσαμε και σου μίλαγα και με άκουγες, και εγώ μίλαγα, μίλαγα συνέχεια.
Ήθελα να σταματήσει ο χρόνος εκεί, στο πλάι των γραμμών του τρένου. Ήθελα να σου σφίξω το χέρι. Να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου, να σου πω να μη φοβάσαι τίποτα. Να μη φοβάσαι ούτε εμένα. Ήθελα να αρχίσει να βρέχει και να σταθούμε αγκαλιά σε μια είσοδο πολυκατοικίας. Μέχρι να περάσει η μπόρα. Και να σε πάρει ο ύπνος εκεί στην αγκαλιά μου. Και να προσέχω και την ανάσα μου ακόμα, μη τυχόν και σε ξυπνήσω. Και να μείνουμε έτσι μέχρι το πρωί. Εσύ να κοιμάσαι, και γω να σε προσέχω. Και να ξημερώσει η πιο λαμπρή μέρα, και να σε έχω στην αγκαλιά μου.
Και να ξυπνήσεις και να μη θυμάσαι τίποτα από τους φόβους σου. Να γελάς. Να γελάς, και να με αφήσεις να σε αγαπήσω.
Να μη φοβάσαι και να γελάς.
Χάθηκα μέσα στο bar, μέχρι που πήρε η Ζ. τηλέφωνο:
-Βγες έξω τώρα.
Έτρεμα. Βγήκα. Δεν μπορούσα να ακολουθήσω τα ίδια μου τα βήματα. Ντρεπόμουν, φοβόμουν, έτρεμα. Δεν ήξερα τι θα άκουγα. Δεν θυμόμουν τίποτα από όλα όσα ήθελα να σου πω. Δεν μπορούσα να σε κοιτάξω, κι όμως ήθελα εκεί μπροστά σε όλο τον κόσμο να σε φιλήσω, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να μη σε αφήσω ποτέ.
Ξαφνικά βρέθηκες διπλά μου, και άρχισες να μιλάς, να παραληρείς πιο σωστά.
Είχες πιει. Και γω είχα καταπιεί τη γλώσσα μου. Άκουγα μόνο. Όποτε πήγαινα να πω κάτι, έπαιρνες ακόμη πιο πολλή φόρα.
Φοβόμουν. Έτρεμα. Χαιρόμουν. Λυπόμουν. Μετάνιωνα. Βούρκωνα. Ήθελα να γυρίσω το χρόνο πίσω. Να ζητήσω συγγνώμη. Να σε χαστουκίσω. Να σε αγκαλιάσω. Να διορθώσω όλα τα λάθη που είχα κάνει, και που στα έλεγα, για να σου κεντρίσω την προσοχή. Να μην έχω πει στη Ζ. ούτε μια από τις σαχλαμάρες που της είχα πει για να ζηλέψεις. Ήθελα να σε πάρω από το χέρι να φύγουμε, οι δυο μας. Και όμως δεν έκανα τίποτα από όλα αυτά. Καθόμουν απλά και σε άκουγα, σαν κουτάβι που το μαλώνουν, μόνο και μόνο για να σε ακούω. Δεν ήξερα καν αν θα ήταν η τελευταία φορά, που σε έβλεπα, που σε άκουγα να μου μιλάς.
Ήθελα να σου πω όλα αυτά που σκεφτόμουν τόσο καιρό, που τα σχεδίαζα, και όμως δεν έβγαιναν από το στόμα μου οι λέξεις.
Και ύστερα άρχισες να μου δείχνεις φωτογραφίες. Μου έδειξες και τον Γ. Δε ξέρω γιατί το έκανες. Με πόναγες συνέχεια.
Ο κόσμος μας κοίταζε. Οι φίλες σου το έβρισκαν απίστευτα αστείο, αυτό σου το ξέσπασμα. Ντρεπόμουν. Πολύ. Κάποια στιγμή έφυγαν. Και πήρα σειρά. Άρχισα να μιλάω και να λέω, ούτε που θυμάμαι πια τι. Μόνο ότι κράταγα με το ζόρι τα δάκρυα μου. Μόνο αυτό θυμάμαι. Δεν ήθελα να με δεις να κλαίω. Δεν ήθελα να ξέρεις ότι δεν είμαι δυνατός. Ήθελα να σου πω ότι δεν έχω αισθανθεί ποτέ στη ζωή μου έτσι. Χαρούμενος, λυπημένος, εκνευρισμένος, τρομαγμένος, δυνατός, αδύναμος, ένοχος, αδικημένος, ερωτευμένος. Όλα αυτά μαζί. Και άλλα τόσα. Και άλλα τόσα ακόμα.
Δεν είσαι εμμονή. Να το ξέρεις αυτό. Είσαι το πιο γλυκό, και το πιο δυνατό που έχω ζήσει. Και θέλω να το ζήσω μέχρι τέλους.
Την άλλη μέρα χάρηκα τόσο που μου μίλησες, έστω και για να μου πεις να πάμε στο νοσοκομείο. Και χάρηκα ακόμα πιο πολύ όταν δεν πήγαμε, και περπατήσαμε και σου μίλαγα και με άκουγες, και εγώ μίλαγα, μίλαγα συνέχεια.
Ήθελα να σταματήσει ο χρόνος εκεί, στο πλάι των γραμμών του τρένου. Ήθελα να σου σφίξω το χέρι. Να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου, να σου πω να μη φοβάσαι τίποτα. Να μη φοβάσαι ούτε εμένα. Ήθελα να αρχίσει να βρέχει και να σταθούμε αγκαλιά σε μια είσοδο πολυκατοικίας. Μέχρι να περάσει η μπόρα. Και να σε πάρει ο ύπνος εκεί στην αγκαλιά μου. Και να προσέχω και την ανάσα μου ακόμα, μη τυχόν και σε ξυπνήσω. Και να μείνουμε έτσι μέχρι το πρωί. Εσύ να κοιμάσαι, και γω να σε προσέχω. Και να ξημερώσει η πιο λαμπρή μέρα, και να σε έχω στην αγκαλιά μου.
Και να ξυπνήσεις και να μη θυμάσαι τίποτα από τους φόβους σου. Να γελάς. Να γελάς, και να με αφήσεις να σε αγαπήσω.
Να μη φοβάσαι και να γελάς.
2 σχόλια:
ψυχορραγείς ψυχογραφώντας ψυχογράφοντας.
ζωντανός ο κάβουρας ακόμα σπαρταρά στο βραστό νερό και η αίσθηση είναι η ίδια, οι παλιές ουλές φωσφορίζουν, ενώ η καρδιά δέχεται απρόσμενη λαβή και πέφτει κάτω παραδομένη σε ήττα παντοτινή.
σε όλα σου τα πόστ γύρω από τις προσωπικές (επι-απο)τυχίες κρατιέμαι να μην γράψω κάτι, δεν είναι μπορετό, βλέπεις η συντριβή φορά το ίδιο νούμερο παπούτσια για όλους
το φανταζομαι. Ξερεις ποσες φορες θελω να αφήσω σχόλια κάπου, και μετά λέω, να τους πω τι? οτι το εχω περάσει, οτι ξέρω πως ειναι? ολοι ξερουμε...
Δημοσίευση σχολίου