Τις τελευταίες μέρες, έχω περπατήσει πάρα πολύ, προσπαθώντας να καταφέρω να βάλω σε τάξη όλα αυτά με τα οποία παλεύω, όλα αυτά που έχω αποφασίσει ότι θέλω να με βασανίζουν, να μου πιπιλάνε το μυαλό μου, να με κάνουν να θέλω να μένω ξύπνιος συνέχεια, ενώ το κορμί μου, μου λέει ότι έχει ανάγκη από ύπνο.
Περπάτησα χωρίς νόημα, χωρίς προορισμό, κάνοντας τεράστιους κύκλους, κάνοντας μια διαδρομή της μιας ώρας, διπλάσια πολλές φορές.
Χάζευα τους ανθρώπους που συνάνταγα, κάποιους διακριτικά, κάποιους άλλους εντελώς ασυναίσθητα αδιάκριτα, ενοχλητικά πολλές φορές.
Έβλεπα ζευγάρια ευτυχισμένα στο δρόμο να κρατιούνται από το χέρι, να φιλιούνται σε κάποια γωνιά, και τα κοίταζα με ζήλεια.
Έβλεπα ανθρώπους με σκυμμένο το κεφάλι να περπατάνε κοιτάζοντας τις μύτες των παπουτσιών τους ή τις πλάκες του πεζοδρομίου.
Έβλεπα ανθρώπους το πρωί να βιάζονται, για να μην αργήσουν, και κάποιους άλλους το βράδι να σέρνουν τα βήματα τους, σαν να μην ήθελαν να γυρίσουν στη μοναξιά του σπιτιού τους, και σκεφτόμουν ότι μπορεί και να μη μένουν μόνοι τους.
Κοίταζα ψηλά και έβλεπα φώτα αναμμένα στα παράθυρα, και προσπαθούσα να καταλάβω πως ζει ο ένοικος του σπιτιού. Τι δουλειά κάνει. Γιατί δεν κοιμάται τόσο αργά….
Κοίταζα τα ημιυπόγεια, και έβλεπα πάλι φώτα, και φανταζόμουν ότι εκεί ήταν στοιβαγμένοι πολλοί περισσότεροι από ότι χωράνε. Άνθρωποι που ήρθαν να βρουν το δικό τους αμερικάνικο όνειρο στην Αθήνα, από όλες τις γωνιές του κόσμου.
Προσπαθούσα να κοιτάξω και τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μου. Πόσο δύσκολο είναι όμως. Ένα κουβάρι μπλεγμένο. Ένας λαβύρινθος αδιάβατος. Πάω μπρος πίσω συνέχεια. Ήξερα τι ήθελα. Δε σου έδωσα να το καταλάβεις. Και ένα βράδι του Οκτώβρη, εκεί στα τελειώματα, μου έδωσες κάτι άλλο. Το πήρα. Μου άρεσε. Μπερδεύτηκα εγώ, μετάνιωσες εσύ. Άρχισα να μην ξέρω τι θέλω. Και ακόμα χειρότερα τις ώρες που ήξερα τι θέλω, δεν ήξερα πώς να το ζητήσω. Άλλο ήθελα, αλλιώς το ζήταγα, και άλλο καταλάβαινες. Μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Και έφτασε Μάρτης. Εσύ το μόνο που κατάλαβες είναι ότι ήθελα να γίνω η σκιά σου. Έχεις καταλάβει λάθος, και ξέρω πια ότι δε θα έχω ποτέ την ευκαιρία, να σου εξηγήσω. Είναι Τρίτη, και είναι επτά μέρες που σε βλέπω να μπαίνεις στο msn και κρατιέμαι με το ζόρι να μη σου χτυπήσω να σου πω καλημέρα. Να προσπαθήσω να σου εξηγήσω. Να σε ρωτήσω τι κάνεις, πως περνάς. Επτά μέρες περπατάω για βάλω μια τάξη. Τάξη δεν έχει μπει. Θα το παλέψω. Θα περπατάω, και θα προσπαθώ να αναρωτιέμαι, γιατί τρέχουν οι άνθρωποι, γιατί κοιτάνε τις μύτες των παπουτσιών τους, γιατί έχουν φώτα αναμμένα αργά το βράδυ, και πόσοι μένουν σε κάθε διαμέρισμα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου