3.2.13

Νομίζω μείον 366

Πότε πέρασε ένας χρόνος. Ολόκληρος. Μικρά διαλείμματα. Έχω ακόμα την έννοια σου. Αλλά πιά δεν ξέρω τι θέλω. Δε ξέρω αν σε θέλω. Θέλω να σε βλέπω μόνο που και που. Και ας μην με βλέπεις εσύ. Να βλέπω ότι είσαι καλά. Οτι είσαι εδώ.

Δε σου μιλάω πια τα βράδια. Σε σκέφτομαι λίγο πριν κοιμηθώ και το πρωί μολίς ανοίξω τα μάτια μου σχεδον πάντα. Γέρασα μέσα σε αυτόν τον χρόνο. Το βλέπω στον καθρέφτη. Μάλλον σταματάτησα να κοιτάζω  τον καθρέφτη για να μην το βλέπω. Λεπτές γραμμες κάτω απο τα μάτια μου. Ασπρα γένια. Δυο βαθιές γραμμές ανάμεσα στα φρύδια μου. Τα μάτια μου νομίζω πια πως έχουν μια διαρκή θολή όψη. 

Περπατάω όμως πιο όρθιος, δε σκύβω, δε καμπουριάζω πια. Είμαι σίγουρος πως το έχεις προσέξει. Κι ας είναι το βάρος πολύ ώρες ώρες. Δε σου κρατάω κακία πια πάντως. Νομίζω. Απλά θέλω να καθομασταν κάπου ήσυχα, ίσως στο Θυμάρι διπλα διπλα και να μην μιλάγαμε, μόνο να ακούγαμε μουσική και να βλέπαμε τη θάλασσα και τα αεροπλάνα.

Με θυμήθηκες και το περιμένα. Χάρηκα, οχι πολύ αλλά χάρηκα. Πάντα χαίρομαι με τις εκπλήξεις και με τα δώρα. Χάρηκα και προχθές που σε είδα. Θα σε πάρω να δεις το μ ουστάκι μου όταν μεγαλώσει είπες. Να πάρεις, και να έρθεις να δεις και το σπίτι σκέφτηκα, δε μίλησα όμως. Δε μιλάω πια. Μπορεί να περασει και ένα ένα σαββατοκύριακο ολόκληρο και να μιλήσω μόνο στην κυρία στο ταμείο του σούπερ μάρκετ.

Σήμερα μαγείρεψα σαν να σε περίμενα. Εφαγα μόνος στην τραπεζαρία. Κρασί δεν ήπια. Δεν πίνω πια όταν είμαι μόνος. Φοβάμαι. Χτύπαγε και το τηλεφώνο. Οχι πολύ αλλά μαλλον με θυμήθηκαν αρκετοί. Δεν απάντησα πάρα σε ελάχιστα. Δεν είχε και νόημα ιδιαίτερο. Μου άρεσε που δεν μιζέριασα. Ήθελα να είχα πάει και καμιά βόλτα, αλλά νύσταζα συνέχεια.

Πήγα όμως γυμναστήριο. Έβλεπα τα παιδιά που συνέλαβαν, στις ειδήσεις όση ώρα έκανα διάδρομο. Δε τα αδικώ. Δε τους θεωρώ κοινούς εγκληματίες. Προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο. Τον κόσμο που η γενιά μου έφτασε εδώ που είναι. Κενότητα, διρκές κυνήγι του τίποτα, του μάταιου, της ύλης, των ανούσιων θέλω. Και ο κόσμος αντί να πηγαίνει μπροστά να πηγαίνει διαρκώς πιο πίσω. Χθες διπλα στην Χρυσοσπηλιώτισσα εφαγα μια γροθιά γερή στο στομάχι. Μια κυρία καλοβαλμένη σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Τουλάχιστον 70. Πολύ περιποιημένη και μια πιο νέα σαν νοσοκόμα. Η μεγάλη έτρωγε ενα κουλουρη και η αλλή έψαχνε ένα λόφο σκουπιδιών. Το μόνο που παρακάλεσα ήταν να μην είχαν βρει το κουλούρι στα σκουπίδια. Σκεφτηκα να τιε ρωτήσω αν χρειαζόντουσαν κάτι. Ντράπηκα. Αν δεν είχαν ανάγκη σκέφτηκα, θα ήταν σαν να τις προσβάλω. Εφυγα.

Θέλω να περπατάω χωρίς σταματημό, απο όλους τους δρόμους που περπατήσαμε.

Για κάποιο λόγο σταμάτησα να γράφω, και έπεσα πάνω σε αυτό

Στες σκάλες

Την άτιμη την σκάλα σαν κατέβαινα,
από την πόρτα έμπαινες, και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες.
Έπειτα κρύφθηκα να μη με ξαναδείς, και συ
πέρασες γρήγορα το πρόσωπό σου κρύβοντας,
και χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα
όπου την ηδονή δεν θά 'βρες, καθώς δεν την βρήκα.

Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ' τον δώσω·
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το 'παν
τα κουρασμένα και ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν·
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν.
Aλλά κρυφθήκαμε κ' οι δυο μας ταραγμένοι.

(Από τα «Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923» Κωνσταντίνος Καβάφης, Ίκαρος 1993)

Μια αγκαλιά σου σφιχτή, να νιώσω την καρδιά σου στο στέρνο μου. Την ανάσα σου στον λαιμό μου. Το σφίξιμό σου στο μπράτσο μου.

Χτυπάει ένας συναγερμός από το πρώι. Η Nina Simone τον σκεπάζει. Lilac Wine. Θα βάλω να πιω, να είναι το πρωί το στόμα μου στεγνό και ξερό. Και κόκκινο. Θέλω να σε δω αποψε στον ύπνο μου. Θέλω να καταφέρω να με δεις και συ. Αλλά να μην είναι στοιχιωμένα τα ονειρα κανενός μας.