28.4.12

φοβάμαι or what are the chances


Πόσος καιρός είναι που τα μάτια μου είναι διαρκώς θολά. Υγρά. Είναι στιγμές που ξέρω πως αν δεν κρατηθώ, θα αρχίσω να δακρύζω. Χωρίς να έχω αίσθηση του χώρου  ή της ώρας. Αρκεί να θυμηθώ κάτι, κάτι χαζό έστω. Σήμερα την ώρα που σε έψαχνα θυμήθηκα το πρώτο ραντεβού μας μπροστά στον Αγιο Διονύσιο.

Γιατί άνοιξα το στόμα μου, ακόμα δε κατάλαβα, ακόμα δεν έχω θυμηθεί την αφορμή. Τι είπες και ξέσπασα? Έχω βγει στη βεράντα και γράφω. Κάθομαι πίσω από τις καρέκλες που καθόμασταν, τις βλέπω άδειες, και στο βάθος την Αθήνα, τις μπουγάδες στις ταράτσες, τους ηλιακούς που τέτοια ώρα αστράφτουν, τις κεραίες, και ακόμα πιο πέρα το Αιγάλεω. Ο θόρυβος από την Ασκληπιού ακούγεται στο βάθος. Είναι εφτάμισυ, πάντα ήταν βράδυ όσες φορές είχαμε καθίσει μαζί. Εκεί στην άκρη, τα πόδια πάνω στα κάγκελα, σβηστά τα φώτα, μόνο η μουσική μέσα, και εμείς να μην μιλάμε.  Μόνο να διαβάζουμε ο ένας τις σκέψεις του άλλου, και γω να παρακαλώ να μείνεις. Θυμάμαι μια φορά, πρέπει να ήταν από τις τελευταίες, που σου έλεγα μείνε και γω θα κοιμηθώ στον καναπέ. Ποσό θέλω ακόμα να ξυπνήσω ένα πρωί μαζί σου. Πόσο θέλω ένα βράδυ να μην κοιμηθώ, μόνο να σε βλέπω όλη την νύχτα να κοιμάσαι, να αφουγκράζομαι την ανάσα σου. Να ακουμπάω το στέρνο μου στην πλάτη σου. Να νιώθω το δέρμα σου να είναι τα πόδια μας μπλεγμένα. Και το πρωί σαν θα ξυπνήσεις να γλιστρήσω μέσα σου, να γίνουμε ένα, και ύστερα να μπαίνω όλο και πιο άγρια όλο και πιο μέσα, μέχρι να κοπούν οι ανάσες μας, να ενωθεί ο ιδρώτας μας, τα κορμιά μας, να ενωθούμε εμείς την ώρα που θα βγαίνει ο ήλιος.

Ψάχνω τους δρόμους, τα bars, ψάχνω, χωρίς να ξέρω τι θα βρω. Χωρίς να ξέρω αν θα μου αρέσει αυτό που θα δω.
Φοβάμαι μη με δεις να ψάχνω.
Φοβάμαι μη σε συναντήσω και δεν μου μιλήσεις.
Φοβάμαι.

Θέλω να σε δω και να σε αγκαλιάσω, σφιχτά χωρίς να μιλάω, μόνο να κλαίω.
Να με αγκαλιάσεις και συ, πιο σφιχτά ακόμα.
Για ώρα πολλή.

Δε ξέρω τι θέλω να σου πω, δε ξέρω τι θέλω να σε ρωτήσω.
Φοβάμαι μην αρχίσω να σου κάνω και άλλες ερωτήσεις που θα κάνουν τα πράγματα χειρότερα.
Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη, και ας ξέρω πως πρέπει εσύ πρώτος να το κάνεις. Πως είναι τόσα τα γιατί, πως έχει σπάσει σε τόσο πολλά κομμάτια το γυαλί που θέλει πολλή υπομονή και δεν ξέρω πια αν την έχω.

Θέλω όμως...
Θέλω...
Να με σφίξεις θέλω...
Σφιχτά...

Δε τους καταλαβαίνω τους ανθρώπους...
Μόνο στα βιβλία και τις ταινίες...
Γιατί μόνο εκεί απαντούν στα γιατί...
Μόνο εκεί...
Θέλω να μάθω τα γιατί σου, να σου πω τα δικά μου...
Φοβάμαι όμως...
Φοβάμαι...
Φοβάμαι πια τα πάντα...

Άρχισα να παίζω παιχνίδια με την ανάσα μου.

Έχω βάλει και παίζει το what are the chances της Αυγής. Συνέχεια, συνέχεια συνέχεια, τέταρτη φορά.
Δυο κοτσύφια κάθισαν στην άκρη στο κάγκελο, εκεί που περιμένουν οι καρέκλες μας και κελαηδούν.

Μόλις πήγα να σηκωθώ έφυγαν.

Φοβάμαι...

9.4.12

Once, if my memory serves me well...

Once, if my memory serves me well, my life was a banquet where every heart revealed itself, where every wine flowed.

One evening I took Beauty in my arms - and I thought her bitter - and I insulted her.

I steeled myself against justice.

I fled. O witches, O misery, O hate, my treasure was left in your care!

I have withered within me all human hope. With the silent leap of a sullen beast, I have downed and strangled every joy.

I have called for executioners; I want to perish chewing on their gun butts. I have called for plagues, to suffocate in sand and blood. Unhappiness has been my god. I have lain down in the mud, and dried myself off in the crime-infested air. I have played the fool to the point of madness.

And springtime brought me the frightful laugh of an idiot.

Now recently, when I found myself ready to croak! I thought to seek the key to the banquet of old, where I might find an appetite again.

That key is Charity. - This idea proves I was dreaming!

"You will stay a hyena, etc...," shouts the demon who once crowned me with such pretty poppies. "Seek death with all your desires, and all selfishness, and all the Seven Deadly Sins."

Ah! I've taken too much of that: - still, dear Satan, don't look so annoyed, I beg you! And while waiting for a few belated cowardices, since you value in a writer all lack of descriptive or didactic flair, I pass you these few foul pages from the diary of a Damned Soul.


Arthur Rimbaud

As translated by Paul Schmidt, and published in 1976 by Harper Colophon Books, Harper & Row