4.3.12

H Κυριακή 185

1265 μέρες.

180 Κυριακές

Πόσες από αυτές τις κυριακές σε είδα.

Πολλές δεν είναι. Μπορεί ούτε 30. Αν κάτσω να προσπαθήσω, θα τις θυμηθώ όλες, μια μια μάλλον.

Όλες για κάποιον λόγο τις θυμάμαι. Γλυκόπικρα πια.

Πιο πολύ αυτές τις δυο που είχαμε κάνει τις εκδρομές με το καινούριο μου αμάξι. Με βροχή κάτω στον Σχοινιά, μετά στο Καλέντζι στην Αρζεντίνα για φαγητό, στην Μέντα για καφέ και γλυκό και μετά στην βεράντα μου, όλα τα φώτα σβηστά, στις σεζλόνγκ να βλέπουμε τα φώτα στο βάθος, να μη μιλάμε πολύ, και όμως να είναι τόσο πολλά αυτά που υπήρχαν στον αέρα. Να σε βλέπω να βουρκώνεις και να μην ξέρω τι να σε κάνω.

Θυμάμαι και όσες δε σε είδα.

Γιατί ξύπναγες αργά, ή γιατί είχες κάτι κανονίσει και δεν προλάβαινες.

Η όσες δεν είχες διάθεση να βγεις και να δεις κανέναν. Όσες γύριζες αργά τη νύχτα την νύχτα από το Λονδίνο, και περίμενα πως και πως την Δευτέρα για να πάρεις.

30 μέρες τώρα σιωπή. Έχει αρχίσει να φτιάχνει ο καιρός, να μεγαλώνει η μέρα. Να δυσκολεύουν οι Κυριακές. Αλκοόλ έχω να πιω να πιω 30 μέρες. Τα χάπια δε μου κάνουν πια τίποτα.

Σήμερα βγήκα από νωρίς. Ήθελα τον ήλιο. Μου άρεσε που μου χάιδευε το πρόσωπο. Ότι θα ήθελα να είχες κάνει εσύ. Εκεί στο Θρούμπι. Σαν πέρσι που μου μίλαγες ώρες.

Αυτές τις χαζομάρες σου που μου άρεσε να ακούω.

Ξαφνικά είδα την πλάτη σου, να μπαίνεις στο Tailor Made. Είχες περάσει δίπλα μου. Κυριακή και σήμερα. Σαν αυτές που σε παρακαλούσα να βγούμε επειδή ήταν καλή η μέρα. Δε ξέρω με ποιους είχες να βρεθείς. Ήθελα να μάθω αλήθεια είναι.

Μέχρι να μπεις, βγήκες. Έφυγες προς τα πάνω. Δε γύρισες να κοιτάξεις αλλά με είδες, με έβλεπες που σε κοίταζα. Ήθελα να φωνάξω. Να τρέξω. Δε ξέρω για ποιο λόγο. Ήθελα απλά. Μετά πέτρωσαν τα ποδιά μου. Εκεί.

Πρέπει να ήταν η Κυριακή 185.

Η πιο πικρή από όλες?