26.6.08

Ένα Σαββάτο βράδυ, μια Κυριακή.

Σάββατο βράδυ. 38 παρά κάτι.
Δεν το σκέφτομαι.
Όλη τη μέρα τηλέφωνα, για να δω αν θα κάνω κάτι το βράδυ.
Τζίφος.
Γιατί άλλωστε να θέλει κάποιος να με δει δύο μέρες συνέχεια.
Τελικά κανονίζω.



Πλατεία Κοντζιά. European Music Day.
Με το που φτάνουμε θέλω να φύγω.
Kinky.
Σχεδόν καθόλου κόσμος.
Εδώ κι αν δεν θέλω να καθίσω.
Κουμουνδούρου.
Πιο συμπαθητικά, αλλά πάλι θέλω να φύγω.
Φεύγουμε πάλι.

Nixon.
Μπαίνουμε μέσα και πάμε κατευθείαν δίπλα να δούμε την μπάλα.
Ρωσία Ολλανδία.
Φτάνουμε στην παράταση.
Βουλιάζω στην πολυθρόνα.
Θέλω να μείνω εδώ για πάντα, να κοιτάζω την οθόνη.
Δεν με νοιάζει τι θα δείχνει.
Μου φτάνει που είναι μεγάλη, και οι πολυθρόνες ιδανικές για να βουλιάξεις και να χαθείς.
Είτε στην οθόνη, είτε στις σκέψεις σου, είτε απλά να χαθείς.
Δεν κοιτάζω τον αγώνα.
Απλά κοιτάζω την οθόνη.
Είμαι αλλού.
Δεν ξέρω πού.
Μάλλον έχω χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου.
Οι γύρω μου μιλάνε, αλλά δεν προσέχω τίποτα.



Μεσάνυχτα.
Αφύπνιση δυνατή.
Από δίπλα.
Εξακολουθώ να είμαι σε άλλη διάσταση.
Χρόνια Πολλά.
Με σκουντάνε.
Χρόνια πολλά.
Γιατί;
Είναι 22.
Και; Ααα!!!
38 λοιπόν, και εγώ χαμένος.
Ευχές, φιλιά και ευχαριστώ.
Τελειώνει ο αγώνας.
Μακάρι να μπορούσα να μείνω εδώ βουλιαγμένος στην πολυθρόνα.
Μέχρι να αποφασίσω εγώ ότι θέλω να σηκωθώ, και να βγω στον έξω κόσμο.
Δεν γίνεται και το ξέρω.


Ξεκινάμε για το Hoxton.
Μηχανικό βήμα.
Χαζεύω τα πρόσωπα των περαστικών.
Διερευνητικά και χωρίς καμιά ντροπή.
Δεν ξέρω τί ψάχνω.



Hoxton κόσμος.
Όχι πολύς.
Αρκετός.
Ψάχνω από συνήθεια πια.
Ξέρω σίγουρα ότι δεν είσαι εκεί.
Ελπίζω να μην είσαι.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσα για άλλη μια φορά να κάνω ότι δεν σε είδα, και να προσέχω να μην με δεις.
Είμαι πολύ περίεργος αλήθεια αν με είχες δει τις άλλες φορές.
Gordon's space με ταχύτητα αναψυκτικού.
Δεν αντέχω τίποτα άλλο πια.


Έχει αρχίσει και μαζεύεται πολύς κόσμος.
Φεύγουμε.
Είναι νωρίς ακόμα.
Δεν θέλω να γυρίσω σπίτι. Mε τίποτα.
Δεν περνάει όμως η ώρα. Με τίποτα.
Οι πρώτες ώρες των 38.
Ίδιες με αυτές των 37, των 36.
Με όλες τις προηγούμενες.


Πάμε Fresh.
Είχα χρόνια να πάω.
Είχα αναμνήσεις.
Αστείες.
Τότε είχα ντραπεί πολύ, τώρα γελάω.
Ξέρεις πως είναι να θέλεις κάποιον πολύ και να σε παίρνει ο ύπνος στο κρεβάτι;
Αγαπημένη ταράτσα. Λατρεμένη θέα.
Πόσο θα ήθελα να ήμουν εδώ απόψε με έναν άνθρωπο ξεχωριστό για μένα.
Σε 10 λεπτά μας έδιωξαν.
Έκλειναν και ήταν μόλις 02.30.


Αποχαιρετάω και ανηφορίζω μόνος προς το Κολωνάκι.
Πριν ένα μήνα θα περπατούσα στο δρόμο, και θα έκλαιγα.
Αν με ρωτήσεις τώρα γιατί, θα σου πω ότι δεν ξέρω.
Πραγματικά δεν ξέρω.
Τώρα απλά περπατάω και δεν σκέφτομαι κάτι συγκεκριμένο.
Είναι πολλά πράγματα που με βομβαρδίζουν.
Απανωτά χωρίς ειρμό, χωρίς λογική.
Δεν μπορώ να με παρακολουθήσω.
Κανείς δεν μπορεί.
Η διάθεση μου αλλάζει διαρκώς με πολύ γρήγορους ρυθμούς.


Με βαρέθηκα.
38 χρόνια, ο ίδιος.
Δύσκολα μπορώ να συγκεντρωθώ κάπου.
Γέλασα μόνος μου.
Σε θυμήθηκα να μου λες "Να διαβάσεις Προυστ",
και να σε ρωτάω με ενθουσιασμό, "Αλήθεια, θα με βοηθήσει;"
Πόσο πρέπει να γέλαγες με την βλακεία μου εκείνη την ώρα.
Κι αλλοίμονο, ξεκίνησα σχεδόν αμέσως, αλλά μάλλον με κάνει χειρότερα ο Μαρσέλ.


Φτάνω στο αυτοκίνητο.
Δεν μπορώ να αποφασίσω τι θέλω να κάνω.
Μπαίνω μέσα.
Δεν ανησυχώ, θα βρει το δρόμο του.
Δεν είναι πρώτη φορά.
Με ξέρει καλά πια, πιο καλά από τον καθένα.
Με έχει δει να κλαίω,
να γελάω.
Με έχει ακούσει να μιλάω μόνος μου,
να βρίζω τον εαυτό μου,
εσένα,
την τύχη μου την πουτάνα,
τον κόσμο όλο.


Ένα φτερό αγγέλου είναι ακόμα καρφωμένο στη θέση του συνοδηγού...


Βάζω μπρος.
Το ραδιόφωνο ξεκινάει μόνο του.
Tranquilize.
Γεμίζουν τα μάτια μου.
Ανάγκη ήταν ρε πούστη μου.
Δεν αλλάζω σταθμό.
Μου αρέσει που έχει αλλάξει το soundtrack της ζωης μου.
Κι ας μην είναι χαρούμενο.
Δυσκολεύομαι να δω.
Τα μάτια μου είναι έτοιμα να ξεχειλίσουν.
Όχι για σένα.
Για μένα.
Γιατί καταλαβαίνω για άλλη μια φορά πόσο ανόητος είμαι.
Και πόσο ανόητος θα συνεχίσω να είμαι.
Έλα κόσμε!!!
Πληρώνω όσο όσο για λίγη προσοχή.
Πραγματικά δεν ξέρω γιατί το κάνω.
Γιατί την ζητάω από εκεί που δεν θέλουν να μου την δώσουν,
και γιατί δεν την παίρνω από αυτούς που μου την δίνουν.


Έχω περάσει το σπίτι μου.
Έχω βγει στην Ποσειδώνος.
Τρέχω, τρέχω…
Αφήνω την Βάρκιζα πίσω μου.
Δοκιμάζω τα όρια τα δικά μου και του αυτοκινήτου.
Όλα τα παράθυρα ανοιχτά.
Η μουσική δυνατά.
Όχι για να ακούω, αλλά για να μου γαμάει το μυαλό.
Ποιος αρρωστημένος νους τα διαλέγει τα τραγούδια απόψε;
Λες και κάποιος θέλει να παίξει μαζί μου.
Όχι απόψε όμως...Δεν πρέπει…
Λαγονήσι, Ανάβυσσος, Φώκαια.

Κοντεύω Σούνιο
03.30.
Ξέρω που θα πάω.
Στρίβω.
Φτάνω το αυτοκίνητο άκρη άκρη στον γκρεμό.
Χειρόφρενο.
Κατεβαίνω.
Κοιτάζω το φεγγάρι.
Είναι ακόμα αρκετά μεγάλο.
Πριν μερικές μέρες ήταν που είχε πανσέληνο.
Αριστερά οι κολώνες, παγωμένες.
Πρέπει να αποφασίσω αν θα κατέβω κάτω ή θα γυρίσω πίσω.
Κατεβαίνω στην παραλία.
Δεν υπάρχει ψυχή.
Ποιος θα ήταν άλλωστε τέτοια ώρα.
Ευτυχώς είχα μαζί μου πετσέτα και ένα βιβλίο που είχα πάρει το πρωί.
Σκληρό μεν, αλλά για μαξιλάρι μια χαρά.
Βγάζω παπούτσια, κάλτσες, παντελόνι.
Μπαίνω στο νερό μέχρι τα γόνατα.
Παγωμένο.
Συνέρχομαι.
Αποφασίζω να σκεφτώ λογικά.
Βγαίνω έξω.
Ξαπλώνω.
Σκοτάδι.
Το φεγγάρι ψηλά και αντανακλά το φως του, στο νερό.
Ψάχνω να βρω το αστέρι.
Δεν μπορώ.
Μόνο από το μπαλκόνι μου το βρίσκω.
Δεν πειράζει.


38 χρόνια δεν είχα μείνει ποτέ σε παραλία όλο το βράδυ.
Την πρώτη φορά ήθελα να μην είμαι μόνος.
Το βγάζω από το μυαλό μου.
Προσπαθώ να βγάλω τα πάντα από το μυαλό μου.
Χωρίς γιατί,
χωρίς εξηγήσεις,
χωρίς αναλύσεις,
χωρίς σημειολογίες,
χωρίς ρολόι.
Ακούς;
Δεν με νοιάζει να βρω τον χαμένο χρόνο.
Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει χρόνος.


Έχει μόλις αρχίσει η υπόλοιπη μου ζωή.
Δεν ξέρω πόση θα είναι, αλλά μόλις άρχισε.
Δεν ξέρω αν θα είναι χειρότερη ή καλύτερη, αλλά μόλις άρχισε.
Δεν ξέρω αν θα είναι το ίδιο μοναχική, αλλά μόλις άρχισε.
Δεν ξέρω αν θα είσαι ένα κομμάτι της ή όχι, αλλά μόλις άρχισε.
Μόλις άρχισε και ξέρω ότι θα ήθελα να είσαι ένα κομμάτι της.


Αρχίζει να χαράζει.
Τι ώρα να είναι;
Άγνωστο.
Μάλλον πολύ νωρίς.
Η δεύτερη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου.
Η δεύτερη μέρα του καλοκαιριού.
Η πρώτη μέρα των 38 μου.


Κρυώνω.
Σηκώνομαι και βουτάω.
Χωρίς να το σκεφτώ.
Ανατριχιάζω.
Σε λίγο θα το έχω συνηθίσει.
Δεν έπρεπε να έχω έρθει στο Σούνιο.
Στο Σούνιο είναι ωραία την δύση.
Δεν έχει σημασία.
Έχω μουλιάσει.
Τα δάχτυλα μου έχουν ζαρώσει.
Μου αρέσει.
Όλοι πρέπει να δούμε την ανατολή κάποια στιγμή.
Κανονικά, όχι από ξενύχτι.


Αρχίζω να θέλω τσιγάρο.
Πρώτη φορά είμαι τόσο γαληνεμένος, μετά από καιρό.
Βγαίνω, τυλίγομαι στην πετσέτα.
Βλέμμα στο άπειρο.
Το φεγγάρι κάπου δεξιά συνεχίζει να αχνοφαίνεται.
Ξαναξαπλώνω.
Πρέπει να είμαι ξύπνιος σχεδόν 24 ώρες.
Δεν νυστάζω, δεν είμαι κουρασμένος.
Κοιτάζω το βιβλίο.




Το ανοίγω, το ξεφυλλίζω.
Στέκομαι σε μερικά ποιήματα.
Το κλείνω γρήγορα.
Δεν χρειάζεται να αυτοτιμωρηθώ τούτη την ώρα.

Ο ήλιος έχει αρχίσει και ανεβαίνει.
Είναι όμορφα.
Είναι πρωί και είμαι μόνος.
Το μυαλό μου τρέχει σε τελείως χαζές σκέψεις.
Θυμήθικα την Άντζελα που βλέπει τον Ατλαντικό από το Σούνιο.
Άραγε πώς να είναι η θάλασσα στον Ατλαντικό.
Να θυμηθείς να μου πεις.
Ο Κορνήλιος είναι στον Ατλαντικό.
Και γω στο Σούνιο.
Βλέπουμε την ίδια θάλασσα.
Γελάω μόνος μου.
Μάλλον τελικά μπορείς να με κάνεις να γελάω κιόλας που και που.

38
Πρέπει να φύγω.
Δεν θέλω,
Λέω ότι θα φύγω μόλις έρθουν οι πρώτοι στην παραλία.
Δεν άργησε να έρθει η ώρα.
Ανεβαίνω τα σκαλιά.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο και κοιτάζω την ώρα.
9 και…
Επιστροφή χωρίς soundtrack.
Είμαι χαρούμενος, έτσι απλά.
Χωρίς λόγο.
Άδειασα.

Σε μια ώρα είμαι σπίτι
Ανοίγω τα ρολά, τις πόρτες, τα παράθυρα., τα πάντα.
Να μπει αέρας και φως
Κλείνω το τηλέφωνο.
Σε λίγο θα άρχιζε να χτυπάει.
Έτσι κι αλλιώς δεν θα πάρεις...
Είτε γιατί δεν θέλεις,
είτε γιατί το ξέχασες,
είτε γιατί δεν πρέπει,
είτε γιατί είσαι μακριά,
είτε γιατί πολύ απλά δεν ασχολείσαι.
Καλυτέρα ίσως, τουλάχιστον αυτή την φορά δεν θα χρειαστεί να πεις ψέματα, όπως στην γιορτή μου.

Ξαπλώνω.
Κλείνω τα μάτια.
Όταν τα ξανανοίγω, είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα και γω και τα σεντόνια.
Στάζω.
Είναι μεσημέρι αργά.
Πρέπει να σηκωθώ.
Σε μερικές ώρες πρέπει να έχω γίνει αυτός που όλοι ξέρουν,
αυτός που κάνει τους άλλους να περνάνε καλά,
ο τέλειος οικοδεσπότης,
clown ίσως.
Φιλιά στον αέρα,
και ψέματα,
και μπόλικη από την απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας.
160 μαγούλα,
160 φιλιά στον αέρα.

Τελικά τίποτα δεν αλλάζει από την μια μέρα στην άλλη,
ακόμη κι αν είναι η πρώτη των 38.
Πως θα ήθελα να ήμουν αλλού.

17.6.08

Cobalt Blue (Aluminum chloride AlCl3, Cobalt(II)-chloride CoCl2 · 6H2O)


Τον τελευταίο καιρό, ψάχνοντας να ανακαλύψω τον εαυτό μου, άλλες στιγμές μόνος και άλλες με βοήθεια, έπρεπε να δω τι σημαίνουν τα χρώματα, τι μου θυμίζουν, τι μου φέρνουν στο μυαλό.
Το Μπλε;
Τη θάλασσα, τον ουρανό.
Σε ηρεμεί;
Όχι.
Σε αγριεύει;
Ούτε.
Μου είναι τελείως αδιάφορο μάλλον.
Σκεφτόμουν πόσες διαφορετικές αποχρώσεις ξέρω. Πολλές. Άλλες μπορώ να τις περιγράψω εύκολα, και άλλες όχι τόσο, πάντα όμως, όπως θα το εξηγούσε ένα παιδί.
Πραγματικά πολλά τα μπλε. Είναι ένα χρώμα που ούτε το αγαπώ, αλλά δεν το απεχθάνομαι κιόλας. Μάλλον αδιάφορο. Δεν μου προκαλεί κανένα συναίσθημα.
Μέρες μετά, διάβασα κάπου για το cobalt blue.
Σαν κάτι να μου ερέθισε τον εγκέφαλο. Έψαξα. Το βρήκα.
Ανακαλύφθηκε το 1802, από τα πιο ακριβά χρώματα, και το όνομα του προέρχεται από ένα μεσαιωνικό υποχθόνιο πνεύμα το kobolt, που καταδίωκε τους μεταλλωρύχους που προσπαθούσαν να εξορύξουν το κοβάλτιο, απαραίτητο μέταλλο για την παρασκευή του χρώματος.
Ήταν ίσως από τις λίγες αποχρώσεις του μπλε που αγαπούσα, και ας μην ήξερα ότι το έλεγαν έτσι, και από αυτές που δεν θα μπορούσα σίγουρα να περιγράψω.
Παγωμένο, και όμως τόσο ζωντανό, τόσο έντονο.
Και πάγωσα εγώ.
Αν με ρώταγες πριν καιρό τι μου θυμίζει αυτό το χρώμα, θα σου έλεγα το παιδικό μου δωμάτιο.
Αν με ρώταγες εκείνη την στιγμή, τι μου θυμίζει αυτό το χρώμα, θα σου έλεγα την σιωπή. Την νεκρική σιγή.
Το ίδιο μου θυμίζει και σήμερα. Μέρες μετά.
Όμως δεν το αγαπώ πια καθόλου.
Το φοβάμαι ίσως.
Μάλλον προτιμώ την σιωπή της magenta όταν είναι στολισμένη με χριστουγεννιάτικα φωτάκια.

8.6.08

ΟΤΑΝ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,
σ'αυτούς που ώρες στέκονται σε μία ουρά,
έξω από μία πόρτα ή μπροστά σ'έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μία αίτηση στο χέρι
για μία υπογραφή, για μία ψευτοσύνταξη.
Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους τσαλακωμένους.



Ντίνος Χριστιανόπουλος

5.6.08

Τέλος ή Αρχή;

Ένα σπίτι μεγάλο.
Πολλές πόρτες και παράθυρα.
Και γω ετοιμάζομαι να φύγω.
Το έχω πουλήσει, και ακόμα δεν ξέρω τί έχω πάρει από αυτή την συναλλαγή, και τί θα μου μείνει στο τέλος.
Αρχίζω και κλείνω μία μία τις πόρτες και τα παράθυρα.
Τα πράγματα μου μαζεμένα, όλα.
Με το που κλείνω μια πόρτα, ανοίγει μια άλλη. Είτε μόνη της, είτε κάποιος μου κάνει πλάκα.
Αν δεν τις κλείσω όλες όμως, δεν θα μπορέσω να φύγω.
Ένα μήνα τώρα, που πήρα την απόφαση, κλείνω πόρτες, και παράθυρα. Τα μανταλώνω και αυτά ξανανοίγουν.
Κάποια που είχαν κλείσει εδώ και χρόνια, ξανάνοιξαν.
Πρέπει να είναι τα πάντα κλειστά πριν ξεκινήσω το ταξίδι, και πρώτη φορά ο προορισμός τελείως άγνωστος, αλλά δε με νοιάζει.
Κλείνω έναν κύκλο σχεδόν δώδεκα χρόνων, που κατάφερα να ανακατέψω, και να μετατρέψω σε χάος, προσωπικά, επαγγελματικά, οικογένεια, φιλίες, τη ζωή μου όλη.
Κουλουβάχατα όλα.
Δυο βήματα μπροστά, δέκα πίσω.
Μαθήματα πολλά, δεν ξέρω τι έχει μείνει όμως.
Κατάφερα να αναστατώσω την ζωή μου, στην καλύτερη μου ηλικία.
Εδώ και μερικά χρόνια, το αισθανόμουν ότι ο κύκλος αυτός πρέπει να κλείσει το δίχως άλλο, και χωρίς εμένα μέσα.
Να φύγω το συντομότερο από εκεί, γιατί πρέπει να κάνω πράγματα, γιατί θέλω να κάνω πράγματα, γιατί δεν πρέπει να χάσω άλλο χρόνο.
Ποτέ δεν είχα αισθανθεί τον χρόνο να με κυνηγά, αντίθετα πολλές φορές τον ένιωθα και σαν σύμμαχο.
Νόμιζα ότι ήμουν κερδισμένος μέχρι τώρα.
Μέχρι που κάποια στιγμή, πάνε δυο χρόνια, έμεινα μόνος μέσα στο σπίτι.
Ήταν πρώτη φορά που αισθανόμουν καλά με την μοναξιά μου, με την παρέα του εαυτού μου.
Του εαυτού μου, που είχα φτάσει σε σημείο να τον φοβάμαι.
Άρχισα να αναλογίζομαι, να κοιτάζω κέρδη και ζημιές.
Τα κέρδη αρκετά, επιφανειακά όμως όλα.
Λάμψη.
Ματαιοδοξία.
Τι περίεργη λέξη.
Εύηχη θα έλεγα, και πόσο κενή όμως, πόσο εφήμερη.
Οι ζημιές πιο πολλές.
Πιο βαθιές οι πληγές από ό,τι φανταζόμουν .
Παντού, σε κάθε τομέα, και εγώ δεν είχα πάρει είδηση.
Γρατζουνιές έλεγα, για να το πιστέψω ο ίδιος μάλλον.
Κοίταζα στον καθρέφτη, και δυσκολευόμουν να πιστέψω, ότι αυτό που βλέπω είναι το είδωλό μου.
Φοβήθηκα.
Όμως δεν είναι τόσο εύκολο να πάρεις αποφάσεις ζωής.
Πούλα, αγάπησε, αγόρασε, χώρισε, μίλα, ξέκοψε, ζύγισε.
Και να πρέπει να τα κάνεις όλα μαζί.
Τώρα ή ποτέ.
Άγχος, φόβος, αγωνία, αβεβαιότητα, σχέδια, και άλλα σχέδια, μοναξιά.
Και οι γρατζουνιές να είναι πληγές τελικά, έτοιμες να κακοφορμίσουν.
Ο κύκλος όμως πρέπει να κλείσει, θα κλείσει, και το ταξίδι θα ξεκινήσει.