3.6.13
Λυκαβηττός 12.8.2011
18.5.13
Αράχνες
12.5.13
A Single Man
Ξαφνικά ο άνθρωπος που ήταν η έμπνευσή σου, που ξύπναγες και ήταν η πρώτη σου σκέψη, που ξάπλωνες και ήταν στο μυαλό σου, που στοίχειωνε τον ύπνο σου, ξαφνικά σου ζητάει να του δώσεις ξανά το χέρι που κάποτε άπλωνες για να βοηθήσεις.
Θα είναι αρκετά χρόνια…
Επέμενα πως δεν κλωτσάς έναν άνθρωπο που βουλιάζει.
Δίνεις το χέρι λοιπόν.
Δε ξέρεις τι να περιμένεις, τι να ευχηθείς…
Δίνεις το χέρι απλά…
Ακούς ένα ευχαριστώ που έπρεπε να έχεις ακούσει χρόνια πριν…
Κανένα συναίσθημα…
Λίγο πίκρα ίσως…
Ούτε καν παράπονο…
Μια αδιόρατη περιέργεια για την συνέχεια…
Και αρχίζεις μόνος σου την αποκαθήλωση…
Ήρεμα, κομμάτι κομμάτι…
Γκρεμίζεις τον μύθο που εσύ είχες πλάσει…
Δεν έχεις καν την περιέργεια να επεξεργαστείς τα κομμάτια που ξεκρεμάς…
Απλά τα ακουμπάς κάτω, το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς ευλάβεια, απλά με προσοχή…
Με προσοχή μην τυχόν και σαπίσουν περισσότερο…
Δεν έζησες το όνειρο…
Απλά είσαι εκεί τώρα να δεις την συνέχεια, που δεν ξέρεις αν θέλεις να δεις όμως πια…
Σε άκουγα, να μου μιλάς ή να μονολογείς, χθες την ώρα που με είχε πάρει ο ύπνος στην αγκαλιά σου…
Κανένα σκίρτημα…
Τι κυνηγάς…;
Τι ψάχνω…;
Τι είναι όλο αυτό πάλι…;
Έχει αρχίζει και με φοβίζει κάτι, απροσδιόριστο μακρινό ίσως, που δεν έχει σχέση με σένα, εσύ μόνο για κάποιο λόγο ζωντάνεψες τον εφιάλτη…
Ένας, μόνος, μονός, εφιάλτης…
3.2.13
Νομίζω μείον 366
Δε σου μιλάω πια τα βράδια. Σε σκέφτομαι λίγο πριν κοιμηθώ και το πρωί μολίς ανοίξω τα μάτια μου σχεδον πάντα. Γέρασα μέσα σε αυτόν τον χρόνο. Το βλέπω στον καθρέφτη. Μάλλον σταματάτησα να κοιτάζω τον καθρέφτη για να μην το βλέπω. Λεπτές γραμμες κάτω απο τα μάτια μου. Ασπρα γένια. Δυο βαθιές γραμμές ανάμεσα στα φρύδια μου. Τα μάτια μου νομίζω πια πως έχουν μια διαρκή θολή όψη.
Περπατάω όμως πιο όρθιος, δε σκύβω, δε καμπουριάζω πια. Είμαι σίγουρος πως το έχεις προσέξει. Κι ας είναι το βάρος πολύ ώρες ώρες. Δε σου κρατάω κακία πια πάντως. Νομίζω. Απλά θέλω να καθομασταν κάπου ήσυχα, ίσως στο Θυμάρι διπλα διπλα και να μην μιλάγαμε, μόνο να ακούγαμε μουσική και να βλέπαμε τη θάλασσα και τα αεροπλάνα.
Με θυμήθηκες και το περιμένα. Χάρηκα, οχι πολύ αλλά χάρηκα. Πάντα χαίρομαι με τις εκπλήξεις και με τα δώρα. Χάρηκα και προχθές που σε είδα. Θα σε πάρω να δεις το μ ουστάκι μου όταν μεγαλώσει είπες. Να πάρεις, και να έρθεις να δεις και το σπίτι σκέφτηκα, δε μίλησα όμως. Δε μιλάω πια. Μπορεί να περασει και ένα ένα σαββατοκύριακο ολόκληρο και να μιλήσω μόνο στην κυρία στο ταμείο του σούπερ μάρκετ.
Σήμερα μαγείρεψα σαν να σε περίμενα. Εφαγα μόνος στην τραπεζαρία. Κρασί δεν ήπια. Δεν πίνω πια όταν είμαι μόνος. Φοβάμαι. Χτύπαγε και το τηλεφώνο. Οχι πολύ αλλά μαλλον με θυμήθηκαν αρκετοί. Δεν απάντησα πάρα σε ελάχιστα. Δεν είχε και νόημα ιδιαίτερο. Μου άρεσε που δεν μιζέριασα. Ήθελα να είχα πάει και καμιά βόλτα, αλλά νύσταζα συνέχεια.
Πήγα όμως γυμναστήριο. Έβλεπα τα παιδιά που συνέλαβαν, στις ειδήσεις όση ώρα έκανα διάδρομο. Δε τα αδικώ. Δε τους θεωρώ κοινούς εγκληματίες. Προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο. Τον κόσμο που η γενιά μου έφτασε εδώ που είναι. Κενότητα, διρκές κυνήγι του τίποτα, του μάταιου, της ύλης, των ανούσιων θέλω. Και ο κόσμος αντί να πηγαίνει μπροστά να πηγαίνει διαρκώς πιο πίσω. Χθες διπλα στην Χρυσοσπηλιώτισσα εφαγα μια γροθιά γερή στο στομάχι. Μια κυρία καλοβαλμένη σε ένα αναπηρικό καροτσάκι. Τουλάχιστον 70. Πολύ περιποιημένη και μια πιο νέα σαν νοσοκόμα. Η μεγάλη έτρωγε ενα κουλουρη και η αλλή έψαχνε ένα λόφο σκουπιδιών. Το μόνο που παρακάλεσα ήταν να μην είχαν βρει το κουλούρι στα σκουπίδια. Σκεφτηκα να τιε ρωτήσω αν χρειαζόντουσαν κάτι. Ντράπηκα. Αν δεν είχαν ανάγκη σκέφτηκα, θα ήταν σαν να τις προσβάλω. Εφυγα.
Θέλω να περπατάω χωρίς σταματημό, απο όλους τους δρόμους που περπατήσαμε.
Για κάποιο λόγο σταμάτησα να γράφω, και έπεσα πάνω σε αυτό
Στες σκάλες
Την άτιμη την σκάλα σαν κατέβαινα,
από την πόρτα έμπαινες, και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες.
Έπειτα κρύφθηκα να μη με ξαναδείς, και συ
πέρασες γρήγορα το πρόσωπό σου κρύβοντας,
και χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα
όπου την ηδονή δεν θά 'βρες, καθώς δεν την βρήκα.
Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ' τον δώσω·
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το 'παν
τα κουρασμένα και ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν·
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν.
Aλλά κρυφθήκαμε κ' οι δυο μας ταραγμένοι.
(Από τα «Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923» Κωνσταντίνος Καβάφης, Ίκαρος 1993)
Μια αγκαλιά σου σφιχτή, να νιώσω την καρδιά σου στο στέρνο μου. Την ανάσα σου στον λαιμό μου. Το σφίξιμό σου στο μπράτσο μου.
Χτυπάει ένας συναγερμός από το πρώι. Η Nina Simone τον σκεπάζει. Lilac Wine. Θα βάλω να πιω, να είναι το πρωί το στόμα μου στεγνό και ξερό. Και κόκκινο. Θέλω να σε δω αποψε στον ύπνο μου. Θέλω να καταφέρω να με δεις και συ. Αλλά να μην είναι στοιχιωμένα τα ονειρα κανενός μας.
28.4.12
φοβάμαι or what are the chances
9.4.12
Once, if my memory serves me well...
Once, if my memory serves me well, my life was a banquet where every heart revealed itself, where every wine flowed.
One evening I took Beauty in my arms - and I thought her bitter - and I insulted her.
I steeled myself against justice.
I fled. O witches, O misery, O hate, my treasure was left in your care!
I have withered within me all human hope. With the silent leap of a sullen beast, I have downed and strangled every joy.
I have called for executioners; I want to perish chewing on their gun butts. I have called for plagues, to suffocate in sand and blood. Unhappiness has been my god. I have lain down in the mud, and dried myself off in the crime-infested air. I have played the fool to the point of madness.
And springtime brought me the frightful laugh of an idiot.
Now recently, when I found myself ready to croak! I thought to seek the key to the banquet of old, where I might find an appetite again.
That key is Charity. - This idea proves I was dreaming!
"You will stay a hyena, etc...," shouts the demon who once crowned me with such pretty poppies. "Seek death with all your desires, and all selfishness, and all the Seven Deadly Sins."
Ah! I've taken too much of that: - still, dear Satan, don't look so annoyed, I beg you! And while waiting for a few belated cowardices, since you value in a writer all lack of descriptive or didactic flair, I pass you these few foul pages from the diary of a Damned Soul.
Arthur Rimbaud
As translated by Paul Schmidt, and published in 1976 by Harper Colophon Books, Harper & Row
4.3.12
H Κυριακή 185
1265 μέρες.
180 Κυριακές
Πόσες από αυτές τις κυριακές σε είδα.
Πολλές δεν είναι. Μπορεί ούτε 30. Αν κάτσω να προσπαθήσω, θα τις θυμηθώ όλες, μια μια μάλλον.
Όλες για κάποιον λόγο τις θυμάμαι. Γλυκόπικρα πια.
Πιο πολύ αυτές τις δυο που είχαμε κάνει τις εκδρομές με το καινούριο μου αμάξι. Με βροχή κάτω στον Σχοινιά, μετά στο Καλέντζι στην Αρζεντίνα για φαγητό, στην Μέντα για καφέ και γλυκό και μετά στην βεράντα μου, όλα τα φώτα σβηστά, στις σεζλόνγκ να βλέπουμε τα φώτα στο βάθος, να μη μιλάμε πολύ, και όμως να είναι τόσο πολλά αυτά που υπήρχαν στον αέρα. Να σε βλέπω να βουρκώνεις και να μην ξέρω τι να σε κάνω.
Θυμάμαι και όσες δε σε είδα.
Γιατί ξύπναγες αργά, ή γιατί είχες κάτι κανονίσει και δεν προλάβαινες.
Η όσες δεν είχες διάθεση να βγεις και να δεις κανέναν. Όσες γύριζες αργά τη νύχτα την νύχτα από το Λονδίνο, και περίμενα πως και πως την Δευτέρα για να πάρεις.
30 μέρες τώρα σιωπή. Έχει αρχίσει να φτιάχνει ο καιρός, να μεγαλώνει η μέρα. Να δυσκολεύουν οι Κυριακές. Αλκοόλ έχω να πιω να πιω 30 μέρες. Τα χάπια δε μου κάνουν πια τίποτα.
Σήμερα βγήκα από νωρίς. Ήθελα τον ήλιο. Μου άρεσε που μου χάιδευε το πρόσωπο. Ότι θα ήθελα να είχες κάνει εσύ. Εκεί στο Θρούμπι. Σαν πέρσι που μου μίλαγες ώρες.
Αυτές τις χαζομάρες σου που μου άρεσε να ακούω.
Ξαφνικά είδα την πλάτη σου, να μπαίνεις στο Tailor Made. Είχες περάσει δίπλα μου. Κυριακή και σήμερα. Σαν αυτές που σε παρακαλούσα να βγούμε επειδή ήταν καλή η μέρα. Δε ξέρω με ποιους είχες να βρεθείς. Ήθελα να μάθω αλήθεια είναι.
Μέχρι να μπεις, βγήκες. Έφυγες προς τα πάνω. Δε γύρισες να κοιτάξεις αλλά με είδες, με έβλεπες που σε κοίταζα. Ήθελα να φωνάξω. Να τρέξω. Δε ξέρω για ποιο λόγο. Ήθελα απλά. Μετά πέτρωσαν τα ποδιά μου. Εκεί.
Πρέπει να ήταν η Κυριακή 185.
Η πιο πικρή από όλες?